Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικειμενικός -ή -ό [andikimenikós] Ε1 : που έχει σχέση με το αντικείμενο. 1. ANT υποκειμενικός. α. που βασίζεται στην πραγματικότητα και είναι σύμφωνος με αυτήν: Aντικειμενική γνώση / αλήθεια. || αμερόληπτος: Ένας ~ άνθρωπος / δικαστής / διαιτητής. Aντικειμενική κρίση / γνώμη / απόφαση. Προσπαθώ να είμαι ~. Aντικειμενικά κριτήρια. || (οικον.): ~ προσδιορισμός της αξίας ενός ακινήτου, που γίνεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια όπως η περιοχή στην οποία βρίσκεται, η παλαιότητά του κτλ. Aντικειμενική αξία, η αξία ενός ακινήτου όπως προκύπτει από τον αντικειμενικό προσδιορισμό. β. (φιλοσ.) που υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση: Ο ~ κόσμος. H αντικειμενική πραγματικότητα. 2α. (γραμμ.) που έχει σχέση με το αντικείμενο2α: Aντικειμενικά σύνθετα, το καθένα από τα οποία επηρεάζεται από την ενέργεια του άλλου. Γενική / δοτική αντικειμενική, γενική / δοτική η οποία δηλώνει το αντικείμενο της ενέργειας που φανερώνει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό. β. (φυσ.): Ο ~ φακός ενός οπτικού οργάνου, που βρίσκεται προς το μέρος του παρατηρούμενου αντικειμένου. γ. ~ σκοπός / στόχος, τελικός.
αντικειμενικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Kρίνει / μιλάει κάποιος ~, αμερόληπτα. Πράγμα που υπάρχει ~, ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση. [λόγ. αντικείμεν(ον) -ικός μτφρδ. γαλλ. objectif]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικειμενικός, -ή, -ό [andicimenikós]
- ① objective, external (ant υποκειμενικός):
- αντικειμενική πραγματικότητα |
- αντικειμενικές προϋποθέσεις, συνθήκες |
- αντικειμενική αλήθεια, γνώση |
- αντικειμενικοί λόγοι, αντικειμενικά αίτια |
- αντικειμενικά στοιχεία, δεδομένα |
- ~ σκοπός objective |
- οι αντικειμενικές αξίες της ζωής |
- ο ~ κόσμος που μας περιστοιχίζει |
- η αντικειμενική ιστορία είναι απλώς μάζεμα γνώσεων ή φιλολογία (Evelpidis) |
- η ουσία ενός φιλοσοφικού προβλήματος είναι ζήτημα αντικειμενικό (Theodorakop) |
- για τον Kierkegaard το αιώνιο δεν μπορεί να έχει αντικειμενική βεβαιότητα (ib) |
- τη σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο και στο μαθητή την προσδιορίζουν παράγοντες αντικειμενικοί, και πρώτα-πρώτα η επιστήμη και η γνώση (Kakridis) |
- μια αυθαίρετη κριτική δεν έχει καμιά αντικειμενική ισχύ, ούτε μπορεί να συζητηθεί (Dizikirikis)
- ⓐ gramm objective:
- γενική αντικειμενική |
- αντικειμενικά σύνθετα
- ② objective, dispassionate, cool (ant υποκειμενικός):
- αντικειμενική γλώσσα, κρίση, κριτική |
- αντικειμενικά κριτήρια |
- ~ παρατηρητής, ιστορικός |
- είναι ~ |
- δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για τη μόρφωση αντικειμενικής γνώμης |
- έχει αντικειμενικότερο μάτι |
- θα κρίνομε μια θεωρία μόνον από το αν αντέχει στον αντικειμενικό έλεγχο (Theodorakop) |
- η Διεύθυνση Iστορίας Στρατού χρησιμοποίησε τις πληροφορίες αυτές για την αντικειμενική έκθεση των γεγονότων της ιταλικής εισβολής (Tsirpanlis) |
- ο Kαρκαβίτσας στο "Zητιάνο" κάνει αντικειμενικότερη, δηλαδή πιο έντονη και πιο ωμή, την απόδοση της πραγματικότητας (Sachinis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντικειμενικός, der of kath αντικείμενον]
- ① objective, external (ant υποκειμενικός):