Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντικειμενικό
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντικειμενικό [andicimenikó] το, (L)
  • objective or external reality, the objective (syn αντικειμενικότητα 1, ant υποκειμενικό):
    • φυγή από το ~ |
    • οι νέοι πεζογράφοι μας δεν είχαν πάντα τις δυνατότητες ιδιοσυγκρασίας για να αξιοποιήσουν το ~ (Sachinis) |
    • δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον Nτα Bίντσι για παθητική αντιγραφή του αντικειμενικού (Dizikirikis)

[substantiv. n of αντικειμενικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικειμενικοποιημένος, -η,-ο [andicimenikopiiménos] (L)
  • objectified, reified (syn αντικειμενοποιημένος):
    • αντικειμενικοποιημένη έννοια |
    • το αντικειμενικοποιημένο ον, πνεύμα |
    • τα αντικειμενικοποιημένα κοσμοθεωρητικά στοιχεία ενός έργου |
    • η πηγή από την οποία δημιουργήθηκε ένα έργο τέχνης υπάρχει αντικειμενικά, είναι τελείως αντικειμενικοποιημένη (Tsatsos)

[ppp of αντικειμενικοποιώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικειμενικοποίηση [andicimenikopíisi] η, gen αντικειμενικοποιήσεως (L)
  • ① objectification, reification (syn αντικειμενοποίηση 1, εξαντικειμενίκευση):
    • μυθιστορηματική ~ ενός θέματος |
    • με τη μεσολάβηση του Aγίου Πνεύματος θα επέλθει το τέλος της αντικειμενικοποιήσεως και ο φαινομενικός κόσμος θα φωτισθεί από τον νοητό (Georgoulis) |
    • χωρίς ~, αν δεν είναι δηλαδή η αισθητική ουσία του καλλιτέχνη προσιτή σε κάθε συνείδηση, τέχνη δεν υπάρχει (Tsatsos, adapted)
  • ② rendering objective (as opposed to subjective), objectivization (syn αντικειμενοποίηση 2):
    • ~ της βούλησης, του υποκειμενισμού |
    • ~ του τρόπου βεβαιώσεως των φόρων και η δίωξη της φοροδιαφυγής (Angelopoulos)

[fr kath (neol) αντικειμενικοποίησις, der of kath (neol) αντικειμενικοποιώ; cf kath (neol Koumanoudis) αντικειμενοποίησις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικειμενικοποιώ [andicimenikopió] pass αντικειμενικοποιούμαι, aor subj αντικειμενικοποιηθώ (L)
  • ① objectify, reify (syn αντικειμενικεύω, εξαντικειμενικεύω, αντικειμενοποιώ):
    • τα μορφικά μέσα μπορούν ν' αντικειμενικοποιήσουν το εσωτερικό αισθητικό βίωμα (Georgoulis) |
    • ο αληθινός καλλιτέχνης αντικειμενικοποιεί τις πιο προσωπικές συγκινήσεις του (Tsatsos) |
    • στη γνώση μέσα αντικειμενικοποιούνται, γίνονται δηλαδή πράγματα τα φαινόμενα του αισθητού κόσμου (Theodorakop) |
    • ο ποιητής έχει την ικανότητα να βλέπει τον εαυτό του ανάγλυφα, να τον αντικειμενικοποιεί (id.)
  • ② render objective (as opposed to subjective), objectivize:
    • η αδυναμία της γλωσσικής προσοικείωσης με το έργο (από υποκειμενική) αντικειμενικοποιείται κατά τρόπο πρωτάκουστο και ψέγεται ο ποιητής (Chourmouzios) |
    • η αλληλουχία των νοημάτων στην ποίηση είναι απόλυτα υποκειμενική και δεν μπορεί να αντικειμενικοποιηθεί και να συλληφθεί από έναν τρίτο (Tsatsos)

[fr kath (neol) αντικειμενικοποιώ, cpd of kath αντικειμενικός & kath ποιώ; cf kath αντικειμενοποιώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικειμενικός -ή -ό [andikimenikós] Ε1 : που έχει σχέση με το αντικείμενο. 1. ANT υποκειμενικός. α. που βασίζεται στην πραγματικότητα και είναι σύμφωνος με αυτήν: Aντικειμενική γνώση / αλήθεια. || αμερόληπτος: Ένας ~ άνθρωπος / δικαστής / διαιτητής. Aντικειμενική κρίση / γνώμη / απόφαση. Προσπαθώ να είμαι ~. Aντικειμενικά κριτήρια. || (οικον.): ~ προσδιορισμός της αξίας ενός ακινήτου, που γίνεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια όπως η περιοχή στην οποία βρίσκεται, η παλαιότητά του κτλ. Aντικειμενική αξία, η αξία ενός ακινήτου όπως προκύπτει από τον αντικειμενικό προσδιορισμό. β. (φιλοσ.) που υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση: Ο ~ κόσμος. H αντικειμενική πραγματικότητα. 2α. (γραμμ.) που έχει σχέση με το αντικείμενο: Aντικειμενικά σύνθετα, το καθένα από τα οποία επηρεάζεται από την ενέργεια του άλλου. Γενική / δοτική αντικειμενική, γενική / δοτική η οποία δηλώνει το αντικείμενο της ενέργειας που φανερώνει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό. β. (φυσ.): Ο ~ φακός ενός οπτικού οργάνου, που βρίσκεται προς το μέρος του παρατηρούμενου αντικειμένου. γ. ~ σκοπός / στόχος, τελικός. αντικειμενικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Kρίνει / μιλάει κάποιος ~, αμερόληπτα. Πράγμα που υπάρχει ~, ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση.

[λόγ. αντικείμεν(ον) -ικός μτφρδ. γαλλ. objectif]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικειμενικός, -ή, -ό [andicimenikós]
  • ① objective, external (ant υποκειμενικός):
    • αντικειμενική πραγματικότητα |
    • αντικειμενικές προϋποθέσεις, συνθήκες |
    • αντικειμενική αλήθεια, γνώση |
    • αντικειμενικοί λόγοι, αντικειμενικά αίτια |
    • αντικειμενικά στοιχεία, δεδομένα |
    • ~ σκοπός objective |
    • οι αντικειμενικές αξίες της ζωής |
    • ο ~ κόσμος που μας περιστοιχίζει |
    • η αντικειμενική ιστορία είναι απλώς μάζεμα γνώσεων ή φιλολογία (Evelpidis) |
    • η ουσία ενός φιλοσοφικού προβλήματος είναι ζήτημα αντικειμενικό (Theodorakop) |
    • για τον Kierkegaard το αιώνιο δεν μπορεί να έχει αντικειμενική βεβαιότητα (ib) |
    • τη σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο και στο μαθητή την προσδιορίζουν παράγοντες αντικειμενικοί, και πρώτα-πρώτα η επιστήμη και η γνώση (Kakridis) |
    • μια αυθαίρετη κριτική δεν έχει καμιά αντικειμενική ισχύ, ούτε μπορεί να συζητηθεί (Dizikirikis)
  • ⓐ gramm objective:
    • γενική αντικειμενική |
    • αντικειμενικά σύνθετα
  • ② objective, dispassionate, cool (ant υποκειμενικός):
    • αντικειμενική γλώσσα, κρίση, κριτική |
    • αντικειμενικά κριτήρια |
    • ~ παρατηρητής, ιστορικός |
    • είναι ~ |
    • δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για τη μόρφωση αντικειμενικής γνώμης |
    • έχει αντικειμενικότερο μάτι |
    • θα κρίνομε μια θεωρία μόνον από το αν αντέχει στον αντικειμενικό έλεγχο (Theodorakop) |
    • η Διεύθυνση Iστορίας Στρατού χρησιμοποίησε τις πληροφορίες αυτές για την αντικειμενική έκθεση των γεγονότων της ιταλικής εισβολής (Tsirpanlis) |
    • ο Kαρκαβίτσας στο "Zητιάνο" κάνει αντικειμενικότερη, δηλαδή πιο έντονη και πιο ωμή, την απόδοση της πραγματικότητας (Sachinis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντικειμενικός, der of kath αντικείμενον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικειμενικότητα η [andikimenikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αντικειμενικού1. ANT υποκειμενικότητα: Εκείνο που αμφισβητείται είναι όχι η ύπαρξη αλλά η ~ της ύπαρξης του Θεού. || αμεροληψία: H ~ είναι απαραίτητη αρετή για κάθε δικαστή.

[λόγ. αντικειμενικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικειμενικότητα [andicimenikótita] η, (& kath αντικειμενικότης) gen αντικειμενικότητας & αντικειμενικότητος (L)
  • ① objective reality, objectivity (ant υποκειμενικότητα):
    • αναπαράσταση της φυσικής αντικειμενικότητας |
    • ο άνθρωπος δεν αντιδρά κατά ορισμένο τρόπο στις καταστάσεις που του εμφανίζει η ~ (Georgoulis) |
    • η σύγχυση της ιδεατότητας με την ~ είχε σαν αποτέλεσμα κάθε τι ιδεατό να θεωρηθεί πλάσμα της συνείδησης χωρίς ~ και αυθυπαρξία (Papanoutsos) |
    • το πνεύμα ενός μεγάλου ανθρώπου έλαβε κάποτε μορφή και ~ (Theodorakop) |
    • ως νοητή σύλληψη η ιδέα είναι έννοια γενική, ως αντικειμενικότης όμως είναι ουσία (id.) |
    • ένας παραστατικός καλλιτέχνης αποδίδει τον κόσμο όπως τον βλέπει, στην αντικειμενικότητά του (Dizikirikis)
  • ② objectivity, dispassionateness (ant υποκειμενικότητα):
    • η ~ του μελετητή |
    • ~ κρίσεως, πνεύματος |
    • ~ του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, του τύπου |
    • η απόλυτη ~ των ηθικών νόμων |
    • η ~ του στοχασμού, της φιλοσοφίας |
    • αμφιβάλλω για την ~ των λόγων του |
    • η ~ προϋποθέτει παρατήρηση από κάποιαν απόσταση, που λείπει όταν οι ιστορικοί γράφουν για σύγχρονά τους θέματα (Evelpidis) |
    • η ~ καθιστά δυνατή την εποπτεία μέσα από πολλά πρίσματα (Papatsonis) |
    • η χρησιμότητα των βασιλιάδων σε μια βασιλευόμενη δημοκρατία συνίσταται στο να διατηρούν την αντικειμενικότητά τους (Christidis EΣ) |
    • ο δάσκαλος προσφέρει τα πνευματικά αγαθά με αμεροληψία και ~ (Papanoutsos) |
    • κάθε επιστήμη τείνει να φθάσει σε ένα βαθμό αντικειμενικότητος ως προς τα αντικείμενά της (Theodorakop)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντικειμενικότης, der of kath αντικειμενικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες