Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικειμενικά [andicimeniká] adv
- ① objectively (syn αντικειμενικώς, ant υποκειμενικά):
- ~ έγκυρος |
- ~ τεκμηριωμένες γνώσεις, δεδομένος κόσμος, εξακριβωμένη αλήθεια |
- ο σύγχρονος σοσιαλιστικός ρεαλισμός προσπαθεί να καθορίσει την μορφή στην τέχνη ~ (Georgoulis) |
- πόσο προσθέτει η λειτουργία του ανθρώπινου πνεύματος στο υλικό που μας παρέχει ~ ο εξωτερικός κόσμος; (Lambridi) |
- η φιλοσοφία είναι έργο της τάσης του ανθρώπου να ελευθερωθεί (Theodorakop) |
- ο άνθρωπος βρίσκεται υποχρεωμένος να πραγματώσει και ~ τα καθήκοντα που διαγράφει στον εαυτό του (Chourmouzios) |
- τα γεγονότα του κόσμου υπάρχουν ~, έξω και ανεξάρτητα από τους ανθρώπους (Karouzos)
- ② objectively, dispassionately, coolly (ant υποκειμενικά):
- κρίνω ~ |
- εκθέτω ~ τις απόψεις μου |
- δεν μπορούμε ν' αντικρύσουμε το θάνατο ~ |
- η ιστορική τοποθέτηση ενός ποιητή θα μας βοηθήσει να δούμε το έργο του πιο ~ (Dimaras) |
- πρόθεση του συγγραφέα είναι να καταγράψει τα γύρω του γεγονότα όσο το δυνατό πιο ~ (Mourelos) |
- ο επιστήμονας περιγράφει ψυχρά και ~ αυτό που μελετά (Xefloudas) |
- ο Ψυχάρης μιλάει για τον έρωτα υποκειμενικά, σα μια προσωπική πείρα, και ο Ξενόπουλος ~, σα μια υπόθεση ξένη προς το άτομό του (Sachinis)
[der of αντικειμενικός]
- ① objectively (syn αντικειμενικώς, ant υποκειμενικά):