Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντικείμενο
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικείμενο το [andikímeno] Ο40 : 1α.κάθε πράγμα ιδίως καθορισμένο από άποψη μορφής, υλικού ή προορισμού: Ένα μικρό / μεγάλο / ξύλινο / μεταλλικό / αιχμηρό / χρήσιμο ~. Aντικείμενα καθημερινής χρήσεως. Tα προσωπικά αντικείμενα κάποιου. Φορολογούμενα αντικείμενα. Άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα* αντικείμενα. β. (φιλοσ.) καθετί που υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνείδηση: Σχέση του εγώ με το ~. 2α. (γραμμ.) λέξη ή φράση που δηλώνει την έννοια η οποία επηρεάζεται από την ενέργεια του ρήματος: Άμεσο / έμμεσο ~. Εξωτερικό / εσωτερικό / σύστοιχο ~. Tο ~ συνήθως είναι ουσιαστικό σε πτώση αιτιατική. β. ό,τι σχετίζεται με κτ. άλλο κυρίως ως σκοπός ή αιτία του: Είναι κάποιος / κτ. ~ αγάπης / μίσους / φθόνου / μελέτης / έρευνας, τον / το αγαπούν / μισούν κτλ. || θέμα: Tο ~ μιας συζήτησης / μιας έρευνας. Συζήτηση χωρίς ~ / άνευ αντικειμένου. Kάθε επιστήμη έχει το δικό της ~, ασχολείται με μια συγκεκριμένη περιοχή της ανθρώπινης γνώσης. || αιτία: Tο γλωσσικό ζήτημα έγινε ~ οξύτατης πολιτικής αντιδικίας. || σκοπός: Έρευνες που έχουν ως ~ την καταπολέμηση του καρκίνου. (λόγ. έκφρ.) εξ αντικειμένου, αντικειμενικά.

[λόγ. < αρχ. ἀντικείμενον `που αντιτίθεται΄ ουδ. μπε. του ἀντίκειμαι σημδ. γαλλ. objet (2β, στη σημ. `αιτία΄: σφαλερό σημδ. γαλλ. sujet `υποκείμενο΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικείμενο [andicímeno] το,
  • ① object, thing, article:
    • αντικείμενα λαϊκής τέχνης |
    • βλέποντας η Mαρία τα αντικείμενα εκεί μέσα να αντανακλώνται εφαντάσθηκε ότι εκείνος ήταν άλλος κόσμος (Solom)
  • ② object, topic, subject, subject matter:
    • ~ μελέτης, έρευνας, μιας επιστήμης |
    • ~ μαθημάτων, εκπαιδεύσεως |
    • σύσκεψη με ~ την εξέταση των οικονομικών θεμάτων των δήμων |
    • η τέχνη και η ποίηση για αντικείμενό τους έχουν τη συγκίνηση |
    • το ~ της φιλοσοφίας είναι ολόκληρος ο πνευματικός κόσμος (Theodorakop) |
    • το θέμα αυτό (sc η δούκισσα της Πλακεντίας) αποτέλεσε το ~ της κουραστικής εργασίας της κυρίας K. (Papatsonis)
  • ⓐ object (of emotion etc):
    • ~ λατρείας, θαυμασμού |
    • θέλουμε τις γυναίκες σαν αντικείμενα απόλαυσης |
    • phr το ~ της διαφοράς the bone of contention (near-syn η αιτία του καβγά) |
    • προβλήματα σαν εκείνο της ομοιότητας των τέκνων προς τους πατέρες τους έγιναν ~ της προσοχής του Mονταίνιου (Kanellop) |
    • όταν ένας άνθρωπος ξεχωρίζει, γίνεται ~ της αδιακρισίας μας (Thrylos) |
    • οι δυνάμεις της Eυρώπης έγιναν η μια μετά την άλλη αντικείμενα της αγγλικής πολιτικής (Theodorakop)
  • ③ syntax object:
    • άμεσο, έμμεσο ~
  • ④ object, aim, purpose (syn σκοπός):
    • η επιστήμη έχει ~ ν' ανακαλύψει νόμους (Evelpidis) |
    • ~ της φιλοσοφίας είναι να οδηγεί τον άνθρωπο στο θεό (Tatakis)
  • ⑤ phr εξ αντικειμένου used adv or adj fr the nature of its subject, because of its subject (or object):
    • η εξ αντικειμένου παρεξήγηση των αρχαίων έργων το 19ο αιώνα |
    • η προσωπογραφία ξεκινάει από ένα πρότυπο και θέτει περιορισμούς εξ αντικειμένου (Panagiotop) |
    • το επιστημονικό ενδιαφέρον ήταν σχεδόν ανύπαρκτο και εξ αντικειμένου και σαν διαδικασία επιστημονική (Fteris)

[fr kath αντικείμενον ← postmed (Somavera) ← PatrG ἀντικείμενον noun (: ἀντίκειμαι)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικειμενοκεντρικός, -ή, -ό [andicimenocendrikós] (L) philos
  • considering objects to be of central significance, centering on objects:
    • στη γνωσιολογία η φυσική αντίληψη είναι αντικειμενοκεντρική |
    • πιστεύει ότι το αντικείμενο εγγράφεται με ακρίβεια μέσα στην παράσταση και στην έννοιά του (Papanoutsos)

[fr kath (neol) αντικειμενοκεντρικός, cpd of kath αντικείμενον & κεντρικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικειμενοποιημένος, -η, -ο [andicimenopiiménos] (L) philos
  • objectified, reified (syn αντικειμενικοποιημένος, εξαντικειμενικευμένος):
    • το αντικειμενοποιημένο έργο της δημιουργίας |
    • ο ερευνητής των συμβόλων εργάζεται απάνω σε ένα αντικειμενοποιημένο "είναι" (Tatakis) |
    • η τέχνη είναι αντικειμενοποιημένο πνεύμα, ενέργεια πνευματική που απολήγει σ' ένα καθεαυτό υφιστάμενο αντικείμενο (Papanoutsos)

[ppp of αντικειμενοποιώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικειμενοποίηση [andicimenopíisi] η, gen αντικειμενοποίησης & αντικειμενοποιήσεως (L)
  • ① philos objectification, reification (syn αντικειμενικοποίηση 1, εξαντικειμενίκευση, εξαντικειμένωση):
    • η ~ της ατομικότητας |
    • άμεση ~ του όντως όντος είναι από τη μια μεριά το σύμπαν κι από την άλλη η μουσική (Kanellop) |
    • από κάθε υποκείμενο μόνο ένα μέρος του αντικειμενοποιείται, ενώ το άλλο παραμένει έξω από το σύνορο της αντικειμενοποίησης (Papanoutsos)
  • ② rendering objective (as opposed to subjective), objectivization (syn αντικειμενικοποίηση 2):
    • η ~ μιας υποκειμενικής εμπειρίας |
    • ο 20ός αιώνας σήμανε το τέλος της αντικειμενοποιήσεως και την αναπόδραστη διάσχιση του υποκειμένου από το αντικείμενο (Georgoulis, adapted) |
    • και τα πιο ρομαντικά έργα για να υπάρξουν σαν έργα τέχνης υποστηρίζονται από κάποια σχετική ~ (Tsatsos) |
    • πεζογραφήματα υποκειμενικά και αυτοβιογραφικά, χωρίς καμιά προσπάθεια για ~ (Sachinis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντικειμενοποίησις, der of kath αντικειμενοποιώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικειμενοποιούμενος, -η, -ο [andicimenopiúmenos] (L)
  • being objectified, being reified:
    • ο ίδιος ο εαυτός μας ~ γνωρίζεται με την ενδοσκόπηση (Papanoutsos)

[prpp of αντικειμενοποιώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικειμενοποιώ [andicimenopió] αντικειμενοποιείς, aor subj αντικειμενοποιήσω, mi αντικειμενοποιούμαι, aor subj αντικειμενοποιηθώ (L) philos
  • objectify, reify (syn αντικειμενικοποιώ 1, αντικειμενικεύω, εξαντικειμενικεύω, kath εξαντικειμενώ):
    • ο αληθινός καλλιτέχνης αντικειμενοποιεί το εγώ του |
    • τα σύμβολα είναι τα μέσα που μεταχειρίστηκεν ο νους για να αντικειμενοποιηθεί (Tatakis) |
    • η γνώση απλώνεται μόνο έως εκεί που το ον αντικειμενοποιείται, γίνεται αντικείμενο για ένα υποκείμενο, (Papanoutsos) |
    • λίγα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας κατάφεραν να αντικειμενοποιήσουν αισθητικά ένα τόσο μεγάλο νόημα σαν κι αυτό που εκφράζει ο "Δον Kιχώτης" (Kanellop) |
    • όταν η πρόζα έχει μιλήσει για το υποκείμενο, πρώτο της έργο είναι να το αντικειμενοποιήσει (Dimaras)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντικειμενοποιώ, cpd w. ποιώ]

[Λεξικό Κριαρά]
αντικείμενος, μτχ. επίθ.
  • Α´ Ως επίθ. (προκ. για πονηρά πνεύματα) διαβολικός:
    • (Φυσιολ. (Zur.) XLVIII15).
  • Β´ Το αρσ. ως ουσ.
    • 1)
      • α) Aντίπαλος (σε πόλεμο), εχθρός:
        • (Δούκ. 19329
      • β) αντίδικος:
        • (Ψευδο-Σφρ. 1586).
    • 2) Προκ. για το διάβολο:
      • ο αντικείμενος και σκότους ο προστάτης (Διγ. Z 2708).

[μτχ. του αρχ. αντίκειμαι ως επίθ. Το αρσ. ως ουσ. μτγν. (L‑S, λ. αντίκειμαι ΙΙΙ, Lampe, λ. αντίκειμαι 2d). Tο ουδ. και σήμ. ως ουσ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικείμενος, -η, -ο [andicímenos] (L)
  • opposing, opposite, contrary (syn αντίθετος 1):
    • αντικείμενες θέσεις, έννοιες |
    • αντικείμενα πρόσωπα |
    • το γεγονός είναι μέρος της αντικείμενης προς τη θεωρητική συνείδηση πραγματικότητας (Papanoutsos) |
    • ορίζονται με σαφήνεια τα δύο αντικείμενα άκρα ανάμεσα στα οποία θα κινηθούν τα διαλεγόμενα πρόσωπα (Maronitis) |
    • ο πρωτόγονος παρουσιάζει μιαν αντικείμενη προς τη λογική ταύτιση με τα άψυχα (id.)

[prp of αντίκειμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες