Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικατοπτρισμός ο [andikatoptrizmós] Ο17 : 1.(φυσ.) οπτικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα αντικείμενο, που βρίσκεται μακριά από τον παρατηρητή, δημιουργεί είδωλο σε κοντινή απόσταση: Ο ~ οφείλεται στη διαφορά πυκνότητας των στρωμάτων του αέρα, η οποία προκαλεί ολική διάθλαση των φωτεινών ακτίνων. 2. (λόγ.) το αντικαθρέφτισμα.
[λόγ. αντικατοπτρισ- (αντικατοπτρίζω) -μός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικατοπτρισμός [andikatoptrizmós] ο, (L)
- ① reflection (syn in αντικαθρέφτισμα 1):
- οι αντικατοπτρισμοί ενός βραδινού λιμανιού |
- ο ~ μιας μορφής στο νερό |
- κατά τις ακτές της Στερεάς οι σκιές κάνουν πράσινους αντικατοπτρισμούς πάνω στη θάλασσα (Ouranis, adapted) |
- ο ~ του ήλιου στη γραμμή της ακτής ήταν εκτυφλωτικός (Kasdaglis) |
- poem κι αυτό το φως δεν ήτανε καθόλου ~ | μα το δικό μας φως φιλτραρισμένο μέσα απ' όλους τους θανάτους (Ritsos)
- ② fig reflection (syn in αντικαθρέφτισμα 2):
- ο ~ της αγάπης στην καρδιά του αγαπημένου προσώπου (Nirvanas) |
- το εγώ κατεργάζεται και παραμορφώνει τους αντικατοπτρισμούς του υπερπέραν (Melas) |
- το στυλ του λογοτέχνη είναι ο ~ της υφής της προσωπικότητας (Tsatsos) |
- η επίπονη διαδρομή που φέρνει από τους αντικατοπτρισμούς της σκέψης προς τη σκέψη την ίδια (Tatakis)
- ③ mirage, fata morgana (syn in αντικαθρέφτισμα 3):
- αντικατοπτρισμοί της ερήμου |
- με τα κανοκιάλια θα ξεκαθαριζόταν αν οι δυο άντρες ήταν μόνο ένας ~ (Tsirkas, adapted) |
- ένα φάντασμα, ένας ~ της μόνωσής της (ib) |
- η Bενετιά και το Λίντο .. ένα απίθανο σκηνικό, θα 'λεγες ~ από κάποια χώρα της Aνατολής |
- poem ή σα μια διάφανη τριήρης μετέωρη | από κάποιον αντικατοπτρισμό μακρινής, αόρατης θάλασσας (Ritsos)
- ⓐ illusion, mirage (syn in αντικαθρεφτισμός 3b):
- οι άγνωστοι χώροι που προσφέρονται (sc από τον τεχνολογικό πολιτισμό) έστω και σαν αντικατοπτρισμοί στην όρασή μας (Panagiotop) |
- τα πράγματα δεν είναι μόνο αντικατοπτρισμοί αλλά και καταστάλαγμα αγωνίας για ξαναγεννημό (Spandonidis) |
- poem εδώ η δίψα κ' η στέρηση | σχεδιάζουν στα βάθη των οριζόντων | αντικατοπτρισμούς ανύπαρχτων παραδείσων (Manousaki)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντικατοπτρισμός, der of kath αντικατοπτρίζω]
- ① reflection (syn in αντικαθρέφτισμα 1):