Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικατάστατος s. αναντικατάστατος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικαταστατός -ή -ό [andikatastatós] Ε1 : που μπορεί να αντικατασταθεί. ANT αναντικατάστατος.
[λόγ. αντικαταστα- (θ. του αντικαθιστώ) -τός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικαταστατός, -ή, -ό [andikatastatós] (L) law
- replaceable:
- η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων λογίζεται δάνειο, αν ο θεματοφύλακας έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιήσει (Christidis AK)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντικαταστατός, der of αντικαθιστώ]
- replaceable: