Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικατασκοπεία η [andikataskopía] Ο25 : η αντιμετώπιση της ξένης κατασκοπείας καθώς και η σχετική υπηρεσία: H ~ κατόρθωσε να εξαρθρώσει το κατασκοπευτικό δίκτυο του εχθρού. Yπηρεσία αντικατασκοπείας.
[λόγ. αντι- + κατασκοπεία μτφρδ. γαλλ. contre-espionage]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικατασκοπεία [andikataskopía] η,
- counterespionage, counterintelligence:
- γραφείο, τμήμα, υπηρεσία αντικατασκοπείας |
- η γερμανική κατασκοπεία και ~ |
- μέσα στα θερμοκήπια της κατασκοπείας και της αντικατασκοπείας δε συνηθίζουν να ευδοκιμούν οι πνευματικές και ηθικές αξίες (Panagiotop)
[fr kath (neol) αντικατασκοπεία, cpd w. kath κατασκοπεία]
- counterespionage, counterintelligence: