Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντικανονικό
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντικανονικό [andikanonikó] το, (L)
  • irregularity (syn αντικανονικότητα):
    • το ~ της αποφάσεως

[substantiv. n of αντικανονικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικανονικός -ή -ό [andikanonikós] Ε1 : που δεν είναι κανονικός και ιδίως σύμφωνος με τους κανόνες, τους κανονισμούς ή τις διατάξεις που ισχύουν: Aπαγορεύεται / τιμωρείται ο ~ χαιρετισμός στρατιωτικού. Aντικανονική χειροτονία κληρικού / συγκρότηση δικαστηρίου. Tο τροχαίο ατύχημα οφείλεται σε αντικανονική προσπέραση. Είναι αντικανονικό να… αντικανονικά ΕΠIΡΡ: Mας προσπέρασε ~.

[λόγ. αντι- + κανονικός μτφρδ. γαλλ. antiréglementaire (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικανονικός, -ή, -ό [andikanonikós] (L)
  • violating rules or regulations, against the rules, irregular (ant κανονικός):
    • αντικανονική εκλογή |
    • αντικανονική επιστροφή της μπάλας από έναν παίκτη |
    • αντικανονικό δικαστήριο [US] Kangaroo court |
    • οι απρόβλεπτες και αντικανονικές παρεμβάσεις (στην πολιτική ζωή) είναι πολύ δυσκολότερες όταν ισχύουν οι θεσμοί της ελευθερίας (Pesmazoglou)
  • ⓐ not normal, abnormal (ant κανονικός):
    • αντικανονική ελάττωση βάρους |
    • η ανάπτυξη του εγώ ανάγεται σε αντίξοες και αντικανονικές εξωτερικές επιρροές κατά την παιδική ηλικία (Kalligas)
  • ⓑ traffic unlawful, illegal:
    • αντικανονικό προσπέρασμα |
    • αντικανονική στάθμευση, αλλαγή λωρίδων

[fr kath (neol Koumanoudis) αντικανονικός, cpd w. κανονικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικανονικότητα η [andikanonikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αντικανονικού.

[λόγ. αντικανονικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικανονικότητα [andikanonikótita] η, (L)
  • irregularity, illegitimacy (syn το αντικανονικό):
    • ~ της εκλογής

[fr kath (neol Koumanoudis) αντικανονικότης, cpd w. kath (neol Koumanoudis) κανονικότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες