Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικανονικά [andikanoniká] adv
- in a manner contrary to the rules, against the rules, irregularly (ant κανονικά):
- διορίστηκε ~ |
- η μπάλα ρίχτηκε ~ |
- στον πρώτο γύρο η Oλίβια έπιασε ~ την Zανίν από τα μαλλιά |
- το πατάξ {στον Aριστοφάνη} θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι παράγεται από το πατάσσω, έστω και λίγο ~ (FKakridis) |
- τα εντάλματα έκλειναν πολλές φορές πρώτα ~, υπογράφονταν, και συμπληρώνονταν ύστερα (Terzakis)
- ⓐ traffic illegally:
- έστριψε ~
[der of αντικανονικός]
- in a manner contrary to the rules, against the rules, irregularly (ant κανονικά):