Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντικαθρεφτίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικαθρεφτίζω [andikaθreftízo] -ομαι Ρ2.1 : (λογοτ.) αντικατοπτρίζω.

[προσαρμ. στη δημοτ. του αντικατοπτρίζω κατά το καθρεφτίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικαθρεφτίζω [andikaθreftízo] mi αντικαθρεφτίζομαι, aor αντικαθρεφτίστηκα
  • ① reflect, mirror (syn αντικατοπτρίζω L, αντανακλώ 1, καθρεφτίζω):
    • τα νερά του ποταμού αντικαθρέφτιζαν τα φύλλα των δέντρων |
    • το φεγγάρι αντικαθρεφτιζόταν πάνω στις πλάτες τους |
    • ένα καφενείο με καθρέφτες στο μήκος των τοίχων αντικαθρεφτίζουν επ' άπειρο τους πελάτες (Ouranis) |
    • τα λιγοστά φωτάκια των παράθυρων αντικαθρεφτίζονταν στη μουσκεμένη μαύρη άσφαλτο (Karagatsis) |
    • ο ήλιος αντικαθρεφτίστηκε στα μάτια των ανθρώπων (ADoxas)
  • ② fig reflect (syn αντανακλώ 2, αντικατοπτρίζω 2):
    • το χαμόγελό της αντικαθρεφτίζει αγάπη |
    • στα γράμματά σου αντικαθρεφτίζεται πάντα η ψυχική σου ξαστεριά (Palam) |
    • στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά μας αντικαθρεφτίζεται η εσώτερή μας μορφή (Papanoutsos) |
    • το αδρά αντρίκειο πρόσωπό του αντικαθρέφτιζε τη σιγουριά της τέχνης του (Karagatsis) |
    • η αλλαγή των καιρών αντικαθρεφτίζεται στο περιεχόμενο των αφηγηματικών έργων της νέας γενιάς (Sachinis) |
    • σε κάθε συνειδητή σου πράξη αντικαθρεφτίζεται ο κόσμος σου (Zannas)

[cpd w. καθρεφτίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες