Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικαθιστώ [andikaθistó] -αμαι Ρ10.1α αόρ. αντικατέστησα και αντικατάστησα, απαρέμφ. αντικαταστήσει, παθ. αόρ. αντικαταστάθηκα, απαρέμφ. αντικατασταθεί, μππ. και αντικατεστημένος : 1α.βάζω στη θέση κάποιου κπ. άλλο, τον αλλάζω με κπ. άλλο: H κυβέρνηση αποφάσισε να αντικαταστήσει τον αρχηγό της αστυνομίας. β. αλλάζω κτ. με κτ. άλλο, βάζω ή χρησιμοποιώ στη θέση του κτ. άλλο: H βιομηχανία αντικατέστησε αρχικά το κάρβουνο με το πετρέλαιο. || (για κτ. κατεστραμμένο, χαλασμένο κτλ.) το αντικαθιστώ με άλλο που βρίσκεται σε καλή κατάσταση: Πρέπει να αντικαταστήσω το σπασμένο τζάμι / την καμένη λάμπα. 2α. (για πρόσ.) παίρνω τη θέση κάποιου και ασκώ τα καθήκοντά του, συνήθ. προσωρινά: Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά τον απόντα πρόεδρο. Ποιος θα με αντικαταστήσει αύριο που θα λείπω; β. (για πργ.) χρησιμοποιούμαι αντί για κτ. άλλο, στη θέση του: Ο ηλεκτρισμός δεν έχει αντικαταστήσει πλήρως το πετρέλαιο. Tο ιππικό αντικαταστάθηκε από τα τεθωρακισμένα. 3. (γραμμ.) ~ ένα ρήμα, κάνω χρονική ή εγκλιτική αντικατάσταση.
[λόγ.: 1, 3: αρχ. ἀντικαθίστημι μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το καθίστημι > καθιστώ· 2: σημδ. γαλλ. remplacer· λόγ. < αρχ. ἀντικαθίσταμαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικαθιστώ [andikaθistó] αντικαθιστά, ipf αντικαθιστούσα & αντικαταστούσα, aor αντικατέστησα & αντικατάστησα (subj αντικαταστήσω), prp αντικαθιστώντας, pass αντικαθίσταμαι, aor αντικαταστάθηκα (subj αντικατασταθώ)
- ① take the place of, replace, supplant, supersede (syn αντικαταστένω 1):
- ένα νέο χωριό αντικαθιστά το παλιό |
- η λογική αντικατέστησε την πίστη |
- η φωτογραφία θα αντικαθιστούσε την προσωπογραφία |
- ειδικά ρομπότ αντικαθιστούν τους επιστήμονες |
- στην Aναγέννηση ο Γολγοθάς θ' αντικαταστούσε τον Όλυμπο (Evelpidis) |
- στα κατώτερα λογοτεχνικά έργα τη λυρικότητα την αντικαθιστά ο κενολόγος στόμφος (Tsatsos) |
- τα σαξόφωνα, οι χαβάγιες, τα πολυθόρυβα σύνεργα της τζαζ αντικατάστησαν τη λύρα και το βιολί (Karantonis) |
- στη βυζαντινή αρχιτεκτονική ο δοκός του επιστυλίου αντικαθίσταται με τόξα (Michelis) |
- η μοίρα αντικαθίσταται στη σύγχρονη μυθολογία από την ιστορική νομοτέλεια (Theodorakis)
- ② take the place of, replace, substitute for:
- όταν λείπει ο διοικητής, τον αντικαθιστά ο υποδιοικητής |
- phr τίποτε δεν τον αντικαθιστά he is irreplaceable (syn phr είναι αναντικατάστατος) |
- κανένας στην Iνδία δεν δέχεται να αντικαταστήσει τους "ανέγγιχτους" στα ακάθαρτα επαγγέλματα (Evelpidis) |
- παρακολουθήσαμε χοροδράματα όπου ολόκληρο το κορμί αντικαθιστούσε το λόγο (Panagiotop)
- ⓐ relieve (syn αλλάζω 3):
- τέσσερις φορές έκαναν τη διαδρομή οι στρατιώτες όσο νά 'ρθουν άλλοι να τους αντικαταστήσουν (ChZalokostas)
- ③ put in the place of, substitute, replace (syn αντικαταστένω 2):
- κάθε ξύλινη κολόνα που σάπιζε την αντικαθιστούσαν με πέτρινη |
- στην εποχή μας οι βοσκοί αντικαταστήσανε τους ποιμενικούς αυλούς με τρανζίστορ (Theodorakis) |
- αντικαθιστούν τα ελληνικά σχολεία με γαλλικά |
- επίσκοποι που αντικαθιστούσαν το σταυρό με το σπαθί |
- αν ο νηστευτής είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη των ορνιθίων, θ' αντικαταστούσε με αυτά την αυστηρότητα των ακρίδων του (Papatsonis) |
- οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις βαθαίνουν την ουσία της δημοκρατίας αντικαθιστώντας την τυπική με την ουσιαστική κοινωνική δικαιοσύνη (Tsatsos) |
- θα μπορούσαμε να καταλάβομε το σύστημα του Σπινόζα αν αντικαθιστούσαμε στο κείμενό του τη λέξη Θεός με κάτι σαν κόσμος, ύπαρξη, ον (Lambridi) |
- αντικαθιστούμε τις αυταπάτες με μια πιο καθαρή συνείδηση των πραγματικοτήτων (Panagiotop) |
- ο πολύς κόσμος δεν έχει κατορθώσει να αντικαταστήσει την θρησκευτική πίστη με τίποτα ισάξιο (Theotokas)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντικαθιστώ; cf K, AG ἀντικαθίστημι]
- ① take the place of, replace, supplant, supersede (syn αντικαταστένω 1):