Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντικαθεστωτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικαθεστωτικός -ή -ό [andikaθestotikós] Ε1 : που είναι αντίθετος με το πολιτειακό ή το κοινωνικό καθεστώς της χώρας του και επιδιώκει να το ανατρέψει: Aντικαθεστωτική δράση / προπαγάνδα. Aντικαθεστωτικές ενέργειες των βασιλοφρόνων / κομμουνιστών / αναρχικών. || (ως ουσ.) ο αντικαθεστωτικός: Kατά τη διάρκεια της χούντας πολλοί αντικαθεστωτικοί φυλακίστηκαν. αντικαθεστωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + καθεστωτικός μτφρδ. αγγλ. antiregime(;) (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικαθεστωτικός, -ή, -ό [andikaθestotikós] (L)
  • being against the regime, anti-regime:
    • ο ~ Zαχάρωφ |
    • αντικαθεστωτική ενέργεια |
    • αντικαθεστωτικές δραστηριότητες |
    • αντικαθεστωτικοί ηγέτες |
    • το καθεστώς έχει αφορίσει τον υπερρεαλισμό γιατί τον θεωρεί αντικαθεστωτικό (Papatsonis) |
    • οι ευνοούμενοι καταγγέλλουν την αντικαθεστωτική συνωμοσία (Christidis EΣ)

[cpd w. καθεστωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες