Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικίνητρο το [andikínitro] Ο40 : ενέργεια που έχει ως στόχο την αποτροπή μιας άλλης ενέργειας ή την καταπολέμηση μιας ανεπιθύμητης κατάστασης: Mελέτη και εφαρμογή αντικινήτρων για την εγκατάλειψη των ασύμφορων καλλιεργειών.
[λόγ. αντι- + κίνητρο μτφρδ. αγγλ. counter incentive]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικίνητρο [andicínitro] το, (L)
- incentive not to do sth, counter-incentive, negative incentive (ant κίνητρο):
- δασμολογικά αντικίνητρα |
- εφαρμογή κινήτρων για τις εξαγωγές και όχι αντικινήτρων |
- θα υπάρξουν αντικίνητρα για την εγκατάσταση στην πρωτεύουσα και στη Θεσσαλονίκη |
- πρέπει να εξαλειφθούν τα εμπόδια και αντικίνητρα για την πραγματοποίηση επενδύσεων
[fr kath αντικίνητρον, cpd w. κίνητρον]
- incentive not to do sth, counter-incentive, negative incentive (ant κίνητρο):