Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικάμαρα η [andikámara] Ο27α : (παρωχ.) ο προθάλαμος. ΦΡ κάνω ~ σε κπ., τον αφήνω να με περιμένει αποφεύγοντας να τον δεχτώ ή να πάω εκεί που με περιμένει.
[βεν. *anticamara ή ιταλ. anticamera με τροπή [e > a] κατά το κάμαρα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικάμαρα [andikámara] η, region.
- ① anteroom, antechamber
- ② phr κάνω ~ ignore a visitor or a person waiting, snub
[cpd w. κάμαρα; cf It anticamera]