Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιθρησκευτικός -ή -ό [andiθriskeftikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς μία ή προς όλες τις θρησκείες: Aντιθρησκευτική διδασκαλία / προπαγάνδα.
αντιθρησκευτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + θρησκευτικός μτφρδ. γαλλ. antireligieux (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιθρησκευτικός, -ή, -ό [andiθrisceftikós] (L)
- being against religion, antireligious:
- ~ λόγος |
- αντιθρησκευτική προπαγάνδα |
- αντιθρησκευτικό πνεύμα, φυλλάδιο |
- τον καιρό που βασίλευε η θετική αντιθρησκευτική διάθεση ο Brentano βρήκε τρόπο να καταπολεμήσει το φαινομενισμό (Theodoridis) |
- στη γλώσσα των ποιητών η αναγκαιότητα εκφράζεται με αντιθρησκευτικούς όρους σα θεϊκή αδικία (Lekatsas) |
- απαγορεύεται από την πολιτεία η παράσταση θρησκευτικών θεμάτων με τρόπο αντιθρησκευτικό (Andronikos)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιθρησκευτικός, cpd w. θρησκευτικός]
- being against religion, antireligious: