Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιθετικός -ή -ό [andiθetikós] Ε1 : 1.που δημιουργεί αντίθεση: Οι έννοιες καλοσύνη και κακία αποτελούν αντιθετικό ζεύγος. 2. (γραμμ.) που δηλώνει αντίθεση: Aντιθετικοί σύνδεσμοι. Aντιθετική πρόταση. Aντιθετικές μετοχές.
αντιθετικά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: ελνστ. ἀντιθετικός· 2: σημδ. γαλλ. adversatif]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιθετικός, -ή, -ό [andiθetikós] (L)
- ① opposing one another, opposite, contrasting, contrary:
- αντιθετικές λύσεις, τάσεις |
- αντιθετικά συναισθήματα |
- η αντιθετική προβολή των ριζικά διάφορων θέσεων |
- δυο αντιθετικά στοιχεία, ένα έλλογο και ένα άλογο (Tsatsos) |
- τα αντιθετικά γνωρίσματα της αρχιτεκτονικής της Aναγέννησης και του μπαρόκου (ChKarouzos) |
- ένας κόσμος πλασμένος από τις πιο αντιθετικές ικανότητες ενός Ίωνα κι ενός Δωριέα (Kakridis) |
- κάθε μια από τις δυο λειτουργίες, η παραστατική φαντασία και η ίδια η φαντασία, διαγράφει μια πορεία ολότελα αντιθετική (Mourelos) |
- δυο θεραπαινίδες γέρνουν η καθεμιά πάνω στον ώμο της σε αντιθετικό σύμπλεγμα (ASakellariou)
- ⓐ involving a contrast or antithesis:
- αντιθετική ισορροπία |
- η αντιθετική δυαδική μορφή της ψυχολογίας του Παλαμά (Tsatsos) |
- το αντιθετικό συναίσθημα, μια φροντίδα για τον κόσμο και μια καταφρόνεση του κόσμου (Chourmouzios) |
- αντιθετικό σύστημα δομής (Maronitis)
- ⓑ gramm indicative of antithesis, adversative:
- αντιθετικός σύνδεσμος |
- αντιθετική πρόταση |
- αντιθετικό μόριο |
- να μάθει να χρησιμοποιεί συμπλεκτικούς και αντιθετικούς συνδέσμους μέσα στην πρόταση (Geros)
- ② art (sculpture) counterbalanced:
- η αντιθετική στροφή του αριστερού ώμου (Karouzou) |
- ένα γνώρισμα των γλυπτών του 2ου αιώνα είναι η αντιθετική κίνηση |
- το πάνω σώμα δεν έχει ενιαία κατεύθυνση με το κάτω (id.) |
- η χρησιμοποίηση της αντιθετικής στάσεως στα ανάγλυφα δένει τις μορφές σ' ένα κεντρικό άξονα (Christou)
[fr kath αντιθετικός ← LK (2nd c. AD)]
- ① opposing one another, opposite, contrasting, contrary: