Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιηλιακός -ή -ό [andiiliakós] & αντηλιακός -ή -ό [andiliakós] Ε1 : που προστατεύει από τη λάμψη, τη θερμότητα ή την ακτινοβολία του ήλιου: Aντιηλιακή κρέμα. Aντιηλιακό λάδι. Aντιηλιακά παραπετάσματα. || (ως ουσ.) το αντιηλιακό & αντηλιακό, για ειδική κρέμα, λάδι κτλ.
[λόγ. αντι-, αντ(ι)- + ηλιακός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιηλιακός, -ή, -ό [andiiliakós]
- protecting fr harmful rays of the sun:
- αντιηλιακή κρέμα |
- αντιηλιακό παρασκεύασμα, προϊόν |
- μπορεί κανείς να χρησιμοποιεί ένα αντιηλιακό λάδι ή έστω και αμυγδαλόλαδο (Ladas)
[fr kath (neol) αντιηλιακός, cpd w. Ηλιακός]
- protecting fr harmful rays of the sun: