Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιζύγι [andizíyi] το,
- ① counterweight, balance weight (syn in αντίβαρο 1)
- ② balance, counterforce (syn in αντίβαρο 2):
- η παραίνεση είναι η καταφυγή της .. αδυναμίας, όταν δεν είναι το ~ της υποκρισίας
[fr postmed αντιζύγι (Somavera) ← MG *αντιζύγιν, dimin of αντίζυγον, substantiv. n of αντίζυγος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιζυγία η [andizijía] Ο25 : στον όρο κατ΄ ~, σε ζυγούς, σειρές δηλαδή παραταγμένων ανθρώπων, έτσι ώστε αυτοί να είναι ανά δύο αντιμέτωποι: Παράταξη κατ΄ ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιζυγία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιζυγιάζω [andiziyázo] aor subj αντιζυγιάσω, mediop αντιζυγιάζομαι, aor subj αντιζυγιαστώ,
- counterbalance, counterpoise, counterweigh, offset (syn αντισταθμίζω):
- οι ηθοποιοί προσπαθούν ν' αντιζυγιάσουν τη νωθρότητα που δείχνει η δράση (Terzakis) |
- ν' αντιζυγιαστεί με λόγια το βάρος μιας απειλής (id.) |
- η εγκατάλειψη της γραφής αυτής αντιζυγιάζεται από την τάση για συμμετρία (Charitonidis) |
- η στυγνότητα της ζωής (του Σπινόζα) αντιζυγιάζεται από την πλήρη πεποίθηση για την ύπαρξή του (Lambridi)
[der of αντιζύγι, by anal. to ζυγιάζω ← postmed (Somavera), PatrG, der of MG *ζύγιν (PatrG ζύγιον); cf PatrG ἀντιζυγόω 'counterbalance']
- counterbalance, counterpoise, counterweigh, offset (syn αντισταθμίζω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιζύγιασμα [andizíyazma] το, art
- opposition (syn αντίρροπη κίνηση, κοντραπόστο)
[der of αντιζυγιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιζυγίζω [andiziyízo] aor subj αντιζυγίσω, mi αντιζυγίζομαι, aor subj αντιζυγιστώ = αντιζυγιάζω
- :
- το πάθος αντιζυγίζεται με τη στάθμη της ελευθερίας (Theodorakop) |
- τα σοβαρά στοιχεία δεν θα μπορούσαν ν' αντιζυγίσουν τα κωμικά (Lekatsas) |
- την κίνηση προς τα δεξιά αντιζυγίζει στο άγαλμα ο όγκος του ιματίου (Andronikos) |
- poem ένας παρόμοιος πόθος | αξίζει ν' αντιζυγιστεί μ' όποιαν ακόμα ζωή (Malakasis)
[cpd w. ζυγίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιζυγισμένος, -η, -ο [andiziyizménos]
- counterbalanced:
- αντιζυγισμένη στάση contrapposto (syn αντίρροπη στάση, κοντραπόστο) (ppp of αντιζυγίζω)
- counterbalanced: