Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιζυγία η [andizijía] Ο25 : στον όρο κατ΄ ~, σε ζυγούς, σειρές δηλαδή παραταγμένων ανθρώπων, έτσι ώστε αυτοί να είναι ανά δύο αντιμέτωποι: Παράταξη κατ΄ ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιζυγία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιζυγιάζω [andiziyázo] aor subj αντιζυγιάσω, mediop αντιζυγιάζομαι, aor subj αντιζυγιαστώ,
- counterbalance, counterpoise, counterweigh, offset (syn αντισταθμίζω):
- οι ηθοποιοί προσπαθούν ν' αντιζυγιάσουν τη νωθρότητα που δείχνει η δράση (Terzakis) |
- ν' αντιζυγιαστεί με λόγια το βάρος μιας απειλής (id.) |
- η εγκατάλειψη της γραφής αυτής αντιζυγιάζεται από την τάση για συμμετρία (Charitonidis) |
- η στυγνότητα της ζωής (του Σπινόζα) αντιζυγιάζεται από την πλήρη πεποίθηση για την ύπαρξή του (Lambridi)
[der of αντιζύγι, by anal. to ζυγιάζω ← postmed (Somavera), PatrG, der of MG *ζύγιν (PatrG ζύγιον); cf PatrG ἀντιζυγόω 'counterbalance']
- counterbalance, counterpoise, counterweigh, offset (syn αντισταθμίζω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιζύγιασμα [andizíyazma] το, art
- opposition (syn αντίρροπη κίνηση, κοντραπόστο)
[der of αντιζυγιάζω]