Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιζηλία η [andizilía] Ο25 : ανταγωνισμός ανάμεσα σε δύο πρόσωπα (ή ομάδες προσώπων) με ίδιες επιδιώξεις και ζήλια του ενός για τις επιτυχίες του άλλου: Επαγγελματική / εθνική / ερωτική ~. Yπάρχει ~ ανάμεσα σε γειτονικά χωριά.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιζηλία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιζηλία [andizilía] η, (L)
- rivalry, competition (near-syn συναγωνισμός, ανταγωνισμός):
- ο δαίμονας της αντιζηλίας |
- επαγγελματική, ερωτική ~ |
- δημιουργική ~ |
- ~ δύο κρατών |
- ~ συγγενικών επιστημών |
- πολιτικές, κοινωνικές, προσωπικές αντιζηλίες |
- τα δύο ωδεία τα χώριζαν αντιθέσεις και αντιζηλίες αγεφύρωτες |
- αντιζηλίες και συγκρούσεις ανάμεσα στις ισχυρές φλωρεντινές οικογένειες (Paraschos) |
- αντιζηλίες που φτάνουν σε ένοπλες συρράξεις (Palaiologos) |
- η ~ των αρσενικών ζώων κατά την περίοδο του βατέματος (Papanoutsos) |
- ατμόσφαιρα γεμάτη ~ και φθόνο (KPapa) |
- τη φιλία τη χαλούν .. οι αντιζηλίες και η κακή άμιλλα (Stasinop) |
- φαρμακώνει τη ζωή της ανθρωπότητας με αντιζηλίες και καχυποψίες (Theotokas) |
- από ~ προς την οικογένεια των Xαλκοκονδυλών (Vacalop) |
- οι μικρότητες και οι αντιζηλίες των λογοτεχνικών κύκλων (Sachinis) |
- rembetiko ξέρεις πως υπάρχει ~ | μην ακούς ποτέ την ψεύτρα κοινωνία (IPetrop)
[fr kath αντιζηλία ← LK (2nd, 4th c. AD), der of K, PatrG ἀντίζηλος]
- rivalry, competition (near-syn συναγωνισμός, ανταγωνισμός):