Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιευρωπαϊσμός [andievropaizmós] ο, L)
- anti-European attitude or stance, anti-Europeanism:
- στο αισθητικό κήρυγμα του Γιαννόπουλου ξαφνιάζει ο ~ (Diktaios in Melas)
[fr kath (neol) αντιευρωπαϊσμός, cpd w. ευρωπαϊσμός; cf αντευρωπαϊσμός]
- anti-European attitude or stance, anti-Europeanism: