Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιευρωπαϊκός -ή -ό [andievropaikós] Ε1 : που είναι αντίθετος προς την πολιτική ή τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών κρατών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Aντιευρωπαϊκή πολιτική.
[λόγ. αντι- + ευρωπαϊκός μτφρδ. αγγλ. anti-Εuropean (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιευρωπαϊκός, -ή, -ό [andievropaikós] (L)
- anti-European (ant φιλοευρωπαϊκός):
- η αντιευρωπαϊκή θεωρία ξαναγίνεται επικίνδυνη (Chatzinis)
[fr kath (neol), αντιευρωπαϊκός, cpd w. ευρωπαϊκός; cf αντευρωπαϊκός (Koumanoudis)]
- anti-European (ant φιλοευρωπαϊκός):