Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιδρώ [andiδró] Ρ10.4α αόρ. αντέδρασα, απαρέμφ. αντιδράσει : 1. ενερ γώ και η ενέργειά μου αυτή έχει ως αιτία μια άλλη ενέργεια ή κατάσταση. α. Tο κοινό αντέδρασε θετικά στην κυβερνητική έκκληση. || (ψυχ., φυσιολ.): Tο μωρό αντιδρά κλαίγοντας. Aντιδρά η συνείδηση / ο οργανισμός στα εξωτερικά ερεθίσματα. Ο άρρωστος αντέδρασε θετικά στο φάρμακο. β. εναντιώνομαι σε κτ. που θεωρώ εχθρικό, δυσάρεστο, ασύμφορο κτλ.: ~ ενεργητικά / παθητικά. Ο λαός αντέδρασε έντονα στη δικτατορία. ~ σ΄ ένα συνοικέσιο. 2. (για χημικό στοιχείο ή ένωση) συμπεριφέρομαι έτσι ώστε να δημιουργηθεί χημική αντίδραση: Tο οξυγόνο αντιδρά με το υδρογόνο και έτσι παράγεται νερό.
[λόγ. < αρχ. ἀντιδρῶ `ενεργώ αντίθετα, ανταποδίδω΄ σημδ. γαλλ. réagir]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδρώ [andi∂ró] αντιδράς, ipf αντιδρούσα, aor αντέδρασα (& rare αντίδρασα), subj αντιδράσω
- ① react (against), resist, oppose (syn αντιστέκομαι, near-syn αντιτίθεμαι, αντιστρατεύομαι):
- αντιδρά ο οργανισμός του, το στομάχι του |
- αντιδρά στα σχέδιά μου |
- μια δύναμη μέσα του αντιδρούσε |
- αντέδρασε με πείσμα |
- μόνο ο τύπος αντιδρά |
- ~ υπερβολικά overreact |
- αντιδρούν στις υποδείξεις, στις αθλιότητες, στη συμπεριφορά του βασιλέα |
- κατά των πολεμικών δυσκολιών αντέδρασαν οι εργάτες (Papantoniou) |
- αντιδρούν στην παγκόσμια καθιέρωση ενός ξένου ηθοποιού (Melas) |
- αντιδρούσε στην τροφή το ίδιο του το στομάχι (Myriv) |
- ένας πολιτισμός που αντιδρά σε κάθε ξένη κατακτητική προσπάθεια (Evelpidis) |
- αντέδρασε στον αντιβασιλέα που είχε ορίσει ο Πάπας (Kanellop) |
- άοπλοι, οι Έλληνες αντίδρασαν όσο μπορούσαν (Petsalis) |
- για ν' αντιδράσει προς εκείνους που παρουσίαζαν κακότεχνα έργα (Mourelos, adapted)
- ② react (to), respond:
- ξέρει πώς ν' αντιδράσει |
- αντιδρά εντονότερα |
- πώς αντέδρασες όταν το κακό είχε συντελεσθεί; (Papanoutsos) |
- κάθε άτομο αντιδρά με τον προσωπικό του τρόπο (Koumarianou) |
- το παιδί .. αντιδρά αμέσως στο λόγο των άλλων (Geros) |
- δεν εκφράζει (ο Tηλέμαχος) ούτε τη χαρά ούτε τη λύπη του, δεν αντιδρά (Maronitis)
[fr kath αντιδρώ ← AG ἀντιδρῶ (-άω) 'act against, retaliate']
- ① react (against), resist, oppose (syn αντιστέκομαι, near-syn αντιτίθεμαι, αντιστρατεύομαι):