Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιδραστικότητα η [andiδrastikótita] Ο28 : α.η ιδιότητα του αντιδραστικούα: H ~ ενός νόμου / μιας πράξεως. β. η ιδιότητα ή ικανότητα κάποιου να αντιδρά: H ~ του ζωντανού οργανισμού στα εξωτερικά ερεθίσματα.
[λόγ. αντιδραστικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδραστικότητα [andi∂rastikótita] η, (L)
- conservatism, reactionism (syn in αντίδραση 2):
- φανατική, ανόητη ~ |
- αν η συντήρηση είναι ωφέλιμη, η ~ είναι σωστή συμφορά (Papanoutsos) |
- η στενοκεφαλιά και η ~ των Δομινικανών (Kanellop)
[fr kath (neol) αντιδραστικότης, der of αντιδραστικός]
- conservatism, reactionism (syn in αντίδραση 2):