Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιδραστήριο το [andiδrastírio] Ο40 : (χημ.) κάθε ουσία με γνωστές ιδιότητες που χρησιμοποιείται για τη μελέτη άλλων ουσιών, οι οποίες παίρνουν μέρος μαζί με αυτή σε μια χημική αντίδραση.
[λόγ. αντιδρασ- (αντιδρώ) -τήριον μτφρδ. γαλλ. réactif]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδραστήριο [andi∂rastírio] το, (L)
- ① chem reagent (near-syn αντιδραστικό):
- χημικό ~
- ② fig stimulus (near-syn ερέθισμα):
- το ~, μόλις αναγνώρισα τη Φόφη, ήταν πολύ δυνατό (Palam, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιδραστήριον, der of kath αντιδραστήρ]
- ① chem reagent (near-syn αντιδραστικό):