Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιδονώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αντιδονώ· αδονώ· αηδονώ· αντοδονώ.
  • 1) Aντηχώ:
    • αντιδονούσαν και τα όρη από την φωνήν εκείνην (Διγ. Άνδρ. 37715).
  • 2) Hχώ, βγάζω ήχο χαρούμενο ή θρηνητικό:
    • αντιδονούν οι ποταμοί, κλαίουσιν τα λιβάδια (Περί ξεν. 22).

[<πρόθ. αντί + αρχ. δονώ. O τ. αδονώ και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιδονώ [andi∂onó] αντιδονείς, ipf αντιδονούσα, aor αντιδόνησα, pass αντιδονούμαι
  • ① to echo, to ring (out), resound, reverberate (syn in αντηχώ):
    • αντιδονούν τα λαγκάδια, αντιδονεί η αυλή, αντιδόνησαν οι πυροβολισμοί |
    • πέφτουν τα πετράδια κι αντιδονούν κακαριστά απάνω στις πέτρες (Kazantz) |
    • η μέρα που γεννιόταν αντιδόνησε από αλόγου ποδοβολή (Prevelakis) |
    • οι βουνοπλαγιές αντιδονούν από τις ιαχές (Terzakis) |
    • ακούει τους αντίλαλους που αντιδονούν (LAkritas) |
    • poem ο άσπλαχνος χαλκός αντιδονούσε, | με τα σπαθιά και με τα δίκοπα κοντάρια ως πολεμούσαν (Homer Il 14.25 Kaz-Kakr) |
    • κι απ' των ποδιών τους χτύπους το τρανό παλάτι αντιδονεί (Homer Od 23.146 Kaz-Kakr)
  • ⓐ resound, of a vibrating body (string, wing etc):
    • τα φτερά των κορακιών αντιδόνησαν σαν κόρες δοξαριού (Kazantz, adapted) |
    • όλο της το νευρικό σύστημα .. αντιδονούσε σαν παρατεντωμένη χορδή (Terzakis) |
    • poem κ' ευτύς σαγίτα ρίχνει, | και το ασημένιο του αντιδόνησε τρομαχτικά δοξάρι (Homer Il 1.49 Kaz-Kakr)
  • ② pass only vibrate in sympathy, reverberate:
    • το ατομικό όραμα, όταν η ψυχή αντιδονείται από τον ομαδικό κραδασμό, είναι ταυτόχρονα και συλλογικό (Chourmouzios)

[fr MG αντιδονώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες