Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιδογματικός -ή -ό [andiδoγmatikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από την απουσία δογματισμού.
[λόγ. αντι- + δογματικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδογματικός, -ή, -ό [andi∂oγmatikós] (L)
- rejecting dogmatism, antidogmatic:
- αντιδογματικό πνεύμα |
- αντικειμενική και αντιδογματική στάση, αντιδογματικοί καιροί |
- γράμματα αναβρυσμένα από μια ζεστή εφηβεία, ασυμβίβαστη και αντιδογματική (Panagiotop, adapted) |
- ο Kierkegaard βρήκε ένα πέρα για πέρα αντιδογματικό τρόπο επιστροφής στο Xριστιανισμό (Kanellop, adapted)
[fr kath (neol) αντιδογματικός, cpd w. δογματικός]
- rejecting dogmatism, antidogmatic: