Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιδιαστολή η [andiδiastolí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιδιαστέλλω: ~ δύο εννοιών. (έκφρ.) σε ~ με, αντίθετα από: Nα εξετάσουμε την οικονομία σε ~ με τη φιλαργυρία.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιδιαστολή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδιαστολή [andi∂iastolí] η, (L)
- distinction, contradistinction, differentiation, contrast w. με or προς or κατά (syn ξεχώρισμα):
- η απόλυτη ~ των Γάλλων λυρικών ποιητών από τους Άγγλους κλ (Kanellop) |
- ατυχής ~, κρίσιμη ~ |
- η ~ της έννοιας "άνθρωπος" απέναντι στην έννοια "ζώο" έχει καίρια σημασία (Papanoutsos) |
- η ~ παιδιών και ανθρώπων δεν ικανοποιεί (Tsatsos) |
- σε μερικά τραγούδια η έκφραση γίνεται με πλάγιον τρόπο, με ~ (Apostolakis) |
- το Ήπειρος σημαίνει μια ξηρά προς ~ νησιών (Demetrieis) |
- Φθιώτιδες Θήβαι για ~ προς τις Bοιωτικές Θήβες (Varelas) |
- η ~ της ηθικής προς το δίκαιο δείχνει ακόμα καθαρότερα το εσωτερικό της νόημα (Theodorakop) |
- η ~ του "ανδρείου" προς το "άφοβο" και το "θρασύ" είναι κάτι περισσότερο και βαθύτερο από μιαν απλή λεπτολογία (Papanoutsos) |
- η ~ του "ήθους" προς τα εθιμικά θέσμια και το δίκαιο γίνεται μέσα στα λόγια του Xριστού (id.) |
- έκανε την ~ του γνήσιου ηθικού φρονήματος από τις τυπικές εντολές του νόμου (id.) |
- μορφή είναι η ~ και μαζί συναίρεση των δύο, του φόντου και του σχήματος (id.) |
- | phr σε ~ με, e.g., με γλώσσα ελληνική οι Έλληνες εννοούν αποκλειστικά την αρχαία σε ~ με την πεζή, κοινή ή ρωμαίικη (Dimaras) |
- οι πολυσύνθετες θρησκείες σε ~ με τον Xριστιανισμό ονομάζονται και παγανιστικές (Stasinop) |
- phr σε ~ προς, e.g., ονομάσθηκε τούτο τάγμα των ανυπόδητων [Descalzos] .. σε ~ προς τα μέλη του ευρύτερου μοναχικού σώματος που φορούσαν κανονικά υποδήματα (Kanellop) |
- ηθική αποτίμηση του "βούλεσθαι" και του "πράττειν" σε ~ προς το "είναι" (Papanoutsos) |
- γεγονός ονομάζεται το πραγματικό συμβάν σε ~ προς το φανταστικό και απατηλό (ή και απλώς πιθανό) (id.) |
- phr κατ' ~ προς, e.g. την "οπτική" αντίληψη, κατ' ~ προς την ακουστική, την απτική, την οσφρητική κλ (id.) |
- κατ' αντιδιαστολήν συμπέρασμα (syn επιχείρημα αντιδιαστολής) |
- phr εξ αντιδιαστολής, e.g. παρατηρώντας εξ αντιδιαστολήςτη δύναμη των συντελεστών της ιστορικής συνείδησης μπορούμε να συμπεράνομε ποια επίδραση είχε ο καθένας τους στην ύπαρξη και τη ζωντάνια και της δικής μας (Glinos)
[fr kath αντιδιαστολή ← LK, PatrG (2nd c. AD), der of ἀντιδιαστέλλω; cf στέλλω]
- distinction, contradistinction, differentiation, contrast w. με or προς or κατά (syn ξεχώρισμα):