Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιδιαδήλωση η [andiδiaδílosi] Ο33 : διαδήλωση που γίνεται ταυτόχρονα με μια άλλη με σκοπό την αντιμετώπιση ή την αποδοκιμασία της.
[λόγ. αντι- + διαδήλω(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. contre-manifestation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδιαδήλωση [andi∂ia∂ílosi] η,
- counter-demonstration (ant διαδήλωση):
- πήραμε την απόφαση και ριχνόμαστε με τα μούτρα να οργανώσομε ~ (Zalokostas, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιδιαδήλωσις, cpd w. kath διαδήλωσις]
- counter-demonstration (ant διαδήλωση):