Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιδιαβητικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιδιαβητικός -ή -ό [andiδiavitikós] Ε1 : (ιατρ.) που καταπολεμά το διαβήτη: Aντιδιαβητικά φάρμακα.

[λόγ. < αγγλ. antidiabetic < anti- = αντι- + diabetic = διαβητικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιδιαβητικός, -ή, -ό [andi∂iavitikós] (L) med, pharm
  • combating or alleviating diabetes, antidiabetic (ant διαβητικός):
    • ~ αγώνας |
    • αντιδιαβητική δίαιτα, ~ άρτος, αντιδιαβητικά φάρμακα, αντιδιαβητικά καταπότια

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιδιαβητικός, cpd w. kath διαβητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες