Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιδεοντολογικός -ή -ό [andiδeondolojikós] Ε1 : που είναι αντίθετος σε ορισμένη δεοντολογία: Aντιδεοντολογική πράξη / συμπεριφορά.
αντιδεοντολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + δεοντολογικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδεοντολογικός, -ή, -ό [andi∂eondoloyikós] (L)
- non-deontological:
- αντιδεοντολογική και τιμωρητέα κριτική |
- υπονοούμενο αντιδεοντολογικό (για δημοσιογράφο)
[fr kath (neol), cpd w. δεοντολογικός]
- non-deontological: