Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιδάνειο το [andiδánio] Ο42 : (γλωσσ.) λέξη (ή λεξιλογικό στοιχείο) μιας γλώσσας που πέρασε ως δάνεια σε μία ή περισσότερες άλλες γλώσσες και ύστερα επέστρεψε στην αρχική με αλλαγμένη μορφή ή / και σημασία, π.χ. καναπές, μπράτσο.
[λόγ. αντι- + δάνειον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδάνειο [andi∂ánio] το, (L) ling
- word loaned fr one language into another and borrowed back (w. modified form and / or meaning) by the first language, a returning loanword, e.g. ModG λιμάνι fr Turk liman and this fr Gr λιμένι, (syn phr αντιδάνεια λέξη)
[fr kath (neol) αντιδάνειον, calque on Germ Rückwänderer]