Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίγονο το [andíγono] Ο40 : είδος αναρριχητικού φυτού.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίγονον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιγόνο το [andiγóno] Ο39 : (βιολ.) κάθε ουσία που δημιουργεί αντισώματα στον οργανισμό.
[λόγ. αντι- + γόν(ος) -ον μτφρδ. γαλλ. antigène < anti- αντι- + -gène = -γόνον (διαφ. το ελνστ. ἀντίγονον `είδος βότανου΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιγόνο [andiγóno] το, (& αντίγονο) (L) med
- antigen:
- καρκινοεμβρυονικά αντιγόνα (αντίσωμα που παράγεται από τον καρκίνο του παχέος εντέρου) |
- η διαπίστωση του αντιγόνου επιτρέπει την πρόωρη διάγνωση ενός μελλοντικού καρκίνου |
- λευχαιμία προκαλείται με τη βοήθεια αντιγόνων και αντιορού από ιούς |
- τα αντιγόνα των ομάδων του αίματος απαντούν στα ερυθρά αιμοσφαίρια, τους ιστούς, σε υδροδιαλυτή μορφή στα σωματικά υγρά και τις εκκρίσεις μερικών ατόμων (Poulianos)
[fr kath αντιγόνον; cf Hesych. ἀντίγονον· ἀκακία]
- antigen:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιγονοκοκκικός, -ή, -ό [andiγonokocikós] (L) med
- combating the bacterium causing gonorrhea, antigonococcal:
- αντιγονοκοκκικά φάρμακα
[fr kath, cpd w. γονοκοκκικός (: γονόκοκκος)]
- combating the bacterium causing gonorrhea, antigonococcal:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιγονορροϊκός, -ή, -ό [andiγonoroikós] (L) med
- combating the discharge of gonorrhea, antigonorrheic (syn αντιβλενορροιακός):
- αντιγονορροϊκό φάρμακο
[fr kath, cpd w. γονορροϊκός (: γονόρροια)]
- combating the discharge of gonorrhea, antigonorrheic (syn αντιβλενορροιακός):