Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιγράφω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιγράφω [andiγráfo] -ομαι Ρ αόρ. αντέγραψα, απαρέμφ. αντιγράψει, παθ. αόρ. αντιγράφτηκα και (σπάν.) αντιγράφηκα, απαρέμφ. αντιγραφτεί και (σπάν.) αντιγραφεί, μππ. αντιγραμμένος : αναπαράγω κτ. χρησιμοποιώντας ένα πρότυπο. 1α. δημιουργώ αντίγραφο ενός γραπτού κειμένου, ξαναγράφω το περιεχόμενό του: ~ ένα γράμμα / ένα συμβόλαιο. ~ με το χέρι / τη γραφομηχανή. Είναι χαμένος κόπος να αντιγράφεις σήμερα ένα σπάνιο βιβλίο, γιατί μπορείς να το βγάλεις σε φωτοαντίγραφα. ~ ένα σχεδιάγραμμα. β. (για γραπτές εξετάσεις) γράφω παίρνοντας κρυφά πληροφορίες ιδίως από βιβλίο ή από άλλον εξεταζόμενο· κλέβω: Mηδενίστηκε, γιατί τον έπιασαν να αντιγράφει. γ. (για έργο τέχνης) κατασκευάζω απομίμηση ενός πρωτότυπου έργου: ~ ένα ζωγραφικό πίνακα. 2. (μτφ.) μιμούμαι κπ. ή κτ.: ~ ένα μουσικό κομμάτι. ~ τους τρόπους / τις μεθόδους / τη συμπεριφορά κάποιου. Tο παιδί αντιγράφει τις πράξεις των μεγάλων.

[λόγ. < αρχ. ἀντιγράφω `γράφω σε απάντηση΄, ελνστ. ἀντιγράφομαι `κάνω επίσημο αντίγραφο΄, σημδ. γαλλ. copier]

[Λεξικό Κριαρά]
αντιγράφω.
  • 1) (Αμτβ. και μτβ.) απαντώ σε γράμμα με γράμμα:
    • (Δούκ. 2119
    • (μτβ.):
      • (Λίβ. Sc. 707).
  • 2) (Προκ. για έγγραφο ή άλλο γραπτό κείμενο) περιλαμβάνω κ.:
    • (Bακτ. αρχιερ. 145).

[αρχ. αντιγράφω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιγράφω [andiγráfo] aor αντίγραψα & αντέγραψα, pass αντιγράφομαι, aor αντιγράφηκε (subj αντιγραφώ) & αντιγράφτηκε, ppp αντιγραμμένος
  • ① copy, transcribe (syn ξεσηκώνω):
    • ~ μια σελίδα, το μάθημά μου |
    • αντέγραψα φράσεις |
    • τα 'χει αντιγραμμένα από το τετράδιο |
    • οι παροιμίες είναι αντιγραμμένες σε αλφαβητική σειρά |
    • ~ λάθος miscopy (syn phr κάνω λάθη στην αντιγραφή)
  • ⓐ crib, plagiarize, copy (near-syn κλέβω, ενεργώ λογοκλοπία):
    • αντιγράφει από βιβλίο, έργο άλλου crib fr another's book |
    • τον έπιασαν ν' αντιγράφει |
    • ετιμωρήθηκε, διότι αντέγραψε την εξέταση
  • ② do copying (for a living), do a scribe's work, copy (syn εργάζομαι ως αντιγραφέας):
    • αντιγράφει κείμενα |
    • ο γραφέας θα τα αντίγραψε από παλαιότερους κώδικες (FKakridis) |
    • γυναίκες σκλάβες εξησκημένες στην καλλιγραφία αντέγραψαν τα έργα του Ωριγένους (Theodorakop)
  • ③ reproduce, copy:
    • το υπόδειγμα (μοτίβο) αντιγράφτηκε από χαρακτικό έργο (Pallas) |
    • σ' ένα μπλοκ αντέγραψε τη φιγούρα, έναν ήλιο σαν ανθρώπινο πρόσωπο (Karantonis) |
    • τα δημόσια μνημεία της αρχαίας Aθήνας θέλησε ο Λουδοβίκος να αντιγράψει στο Mόναχο (Athanasiadis-N) |
    • μπορούσε να αντιγράψει το πιο πολύπλοκο κτίριο και να το κάμει μια χαριτωμένη μικρογραφία με τις ελάχιστες λεπτομέρειες (Xenop)
  • ④ fig copy, imitate (syn απομιμούμαι, μιμούμαι):
    • ο νέος αντιγράφει τις μεθόδους άλλων |
    • αντιγράφει το θείο του, το είδωλό του |
    • η τάδε ηθοποιός αντιγράφει την άλλη ηθοποιό |
    • η Γκρέτα δε μοιάζει με όσες την αντιγράφουν (Athanasiadis-N) |
    • στη ζωή και τις συνήθειες τα θράψαλα αντιγράφουν πιστώς τα καλαμάρια (Potamianos) |
    • ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος δεν αντιγράφει κανένα άλλον εμφύλιο πόλεμο (Papantoniou) |
    • η μια αμερικανική πόλη μοιάζει με την άλλη, σχεδόν την αντιγράφει (Venezis) [fr MG αντιγράφω (already Theoph. Antec. [537 AD]) ← LK (Justinus martyr, PG 6.1.70

[151 AD])]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες