Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιβιοτικός -ή -ό [andiviotikós] Ε1 : που καταστρέφει ορισμένα μικρόβια ή εμποδίζει τον πολλαπλασιασμό τους: Aντιβιοτική θεραπεία. Aντιβιοτικές ιδιότητες μιας ουσίας / ενός φαρμάκου. || (ως ουσ.) το αντιβιοτικό, κάθε φάρμακο που έχει αντιβιοτικές ιδιότητες: Xρήση / κατάχρηση των αντιβιοτικών.
[λόγ. < αγγλ. antibiotic < anti- = αντι- + ελνστ. βιωτικός `που χρησιμεύει για τη ζωή΄, αρχ. σημ.: `που φροντίζει για τη ζωή του΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιβιοτικός, -ή, -ό [andiviotikós] (L) pharm
- antibiotic:
- αντιβιοτικά φάρμακα |
- ο Fleming άνοιξε το δρόμο στα αντιβιοτικά φάρμακα, όπως ονομάστηκε η πενικιλίνη και άλλα |
- στρεπτομυκίνη, χλωρομυκητίνη, χρυσομυκητίνη κλ (Saratsis)
[fr kath, cpd w. K βιοτικός, der of βίοτος 'physical life']
- antibiotic: