Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιβηχικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιβηχικό [andivi ikó] το, (L) pharm
  • cough medicine

[fr kath αντιβηχικόν, substantiv. n or αντιβηχικόν φάρμακον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιβηχικός -ή -ό [andivixikós] Ε1 : που καταπραΰνει το βήχα: Aντιβηχικό σιρόπι / φάρμακο. || (ως ουσ.) το αντιβηχικό, αντιβηχικό φάρμακο.

[λόγ. αντι- + βηχ- (βηξ δες βήχας) -ικός μτφρδ. γαλλ. antitussif (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιβηχικός, -ή, -ό [andivi ikós] (L) pharm
  • cough-relieving antibechic, antitussive:
    • αντιβηχικά σιρόπια |
    • αντιβηχικό φάρμακο, χάπι

[fr kath αντιβηχικός, cpd w. K βηχικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες