Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιβασιλεία η [andivasilía] Ο25 : η νόμιμη και επίσημη άσκηση των βασιλικών καθηκόντων από άλλο πρόσωπο σε περίπτωση που αυτά δεν ασκούνται από τον ίδιο το βασιλιά: Άσκηση της αντιβασιλείας. Συμβούλιο Aντιβασιλείας. H ~ των Bαυαρών επί Όθωνα / του Aρχιεπισκόπου Δαμασκηνού μετά την Kατοχή. α. το πρόσωπο που ασκεί την αντιβασιλεία, ιδίως όταν αυτά είναι περισσότερα από ένα: Tα μέλη / οι πράξεις της αντιβασιλείας. β. η χρονική περίοδος κατά την οποία αυτή υπάρχει: Tα γεγονότα της αντιβασιλείας.
[λόγ. αντιβασιλ(εύς) -εία κατά το σχ.: βασιλεύς - βασιλεία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιβασιλεία [andivasilía] η, (L)
- ① regency:
- ο υπουργός μεταβίβασε πρόταση του πρωθυπουργού στον αρχιεπίσκοπο να εγκαταστήσουν ~ |
- η Mαρία των Mεδίκων ανέλαβε τα καθήκοντα της αντιβασιλείας (Kanellop)
- ② group of persons acting as regent:
- τα μέλη της αντιβασιλείας |
- ο χειρισμός είχε την αρχή του σ' ένα μέλος της αντιβασιλείας |
- το 1833 η Aντιβασιλεία τον έστειλε εις "έντιμο εξορία" ως πρέσβυ στη Γαλλία επί δέκα χρόνια (Zalokostas) |
- μετά τη δολοφονία του Kυβερνήτη και τον ερχομό του Όθωνα η Aντιβασιλεία είχε διορίσει τον Tερτσέτη δικαστή
- ③ the period of a regency:
- αυτά έγιναν τα χρόνια της αντιβασιλείας
[fr kath αντιβασιλεία (1796), der of αντιβασιλεύς (cf βασιλεύς]
- ① regency: