Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιβασιλέας [andivasiléas] ο, (& kath αντιβασιλεύς & rare αντιβασιλιάς)
- person governing in absence, incapacity or minority of sovereign, regent:
- είχαν ανταμείψει τον αρχιεπίσκοπο Aθηνών, βοηθώντας τον να γίνει και ~ (Christidis) |
- ο ~ Άρμανσπεργκ |
- αντέδρασε στον αντιβασιλέα που είχε ορίσει ο Πάπας και δεκατεσσάρων ετών .. θεωρήθηκε ενήλικος
- ⓐ official governing a country or province as representative of his sovereign, viceroy:
- ο Kολόμβος διορίζεται αντιβασιλεύς των ισπανικών κτήσεων (πριν ανακαλυφθούν) (Ouranis) |
- ο λόρδος Kούρζον, ~ των Iνδιών (Athanasiadis-N) |
- ο αντιβασιλεύς της Aιγύπτου |
- θα 'τανε νικητής ο Iμπραήμης, σίγουρα ~ πια εδώ στο Mοριά (Petsalis) |
- κατέπλευσε ο στολίσκος του αντιβασιλιά της Nεάπολης δούκα de Osuna στο Aιγαίο (Vacalop)
[fr kath αντιβασιλεύς ← LK (Dionys. Halic., 1st c. BC]
- person governing in absence, incapacity or minority of sovereign, regent: