Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιασθματικός, -ή, -ό [andiasθmatikós] (L) med
- curing or relieving asthma, antasthmatic:
- αντιασθματική θεραπεία |
- αντιασθματικό φάρμακο
[fr kath (neol) αντιασθματικός, cpd w. ασθματικός]
- curing or relieving asthma, antasthmatic: