Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιαρματικός -ή -ό [andiarmatikós] Ε1 : (στρατ.) που χρησιμοποιείται στην άμυνα κατά των αρμάτων μάχης ή γενικά έχει σχέση με αυτήν: Aντιαρματική τάφρος / άμυνα / νάρκη. Aντιαρματικό πυροβόλο / βλήμα. Aντιαρματικά εμπόδια. ~ εκτοξευτής.
[λόγ. αντι- + αρματ- (άρμα) 2 -ικός μτφρδ. αγγλ. antitank (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιαρματικός, -ή, -ό [andiarmatikós] (L) milit
- antitank:
- αντιαρματική άμυνα antitank (or antimechanized) defense |
- αντιαρματική ασφάλεια antimechanized security |
- αντιαρματική βόμβα antimechanized bomb |
- αντιαρματική νάρκη antimechanized mine |
- αντιαρματική οπλοβομβίδα antimechanized rifle grenade |
- ~ τάφρος antimechanized ditch |
- αντιαρματικό εμπόδιο antimechanized obstacle |
- αντιαρματικό όπλο antimechanized weapon |
- αντιαρματικό πυροβολικό antimechanized artillery |
- αντιαρματικό πυροβόλο antimechanized gun |
- ~ εκτοξευτής rocket launcher or bazooka |
- ~ πύραυλος antimechanized rocket |
- αντιαρματικό ναρκοπέδιο antimechanized minefield |
- αντιαρματικά κανόνια (or πυροβόλα) antimechanized guns |
- η αντιαρματική μοίρα |
- η αντιαρματική μονάδα |
- εδώ μια αντιαρματική τάφρος, εκεί εμπόδια με σιδεροτροχιές, αλλού ναρκοπέδιο (Terzakis) |
- άφησαν τ' άρματα να φτάσουν στα πεντακόσια μέτρα, ύστερα τα σημάδεψαν καλά με τ' αντιαρματικά πυροβόλα, τους έριξαν· τρία από τα τέσσερα άρματα έγιναν κόσκινο (id.)
[fr kath αντιαρματικός, cpd w. άρμα & suff -ικός]
- antitank: