Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιαισθητικός -ή -ό [andiesθitikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή δε συμφωνεί με τους κανόνες της αισθητικής. α. που δεν είναι ωραίος: ~ διάκοσμος. Aντιαισθητική διαρρύθμιση του χώρου. Aντιαισθητικό ντύσιμο / κτίριο. β. (ιδ. για πρόσ.) που δεν καταλαβαίνει το ωραίο ή δε συγκινείται από αυτό: Aντιαισθητική κοινωνία.
αντιαισθητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + αισθητικός μτφρδ. γαλλ. inesthétique]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιαισθητικός, -ή, -ό [andiesθitikós] (L)
- ① made contrary to rules of esthetics, lacking or offending refined or good taste, tasteless, antiesthetic, unesthetic (syn in ακαλαίσθητος 2, ant καλαίσθητος):
- αντιαισθητικό έργο |
- αισθητικά και αντιαισθητικά έργα |
- ο άνθρωπος άλλοτε ελάτρεψε για ωραία εντελώς αντιαισθητικά πλάσματα (Papanoutsos, adapted) |
- αντιαισθητικό φαινόμενο |
- στοιχεία αντιαισθητικά |
- αντιαισθητική γραμμή |
- αντιαισθητικά σχήματα |
- αντιαισθητικά κατασκευάσματα |
- αντιαισθητική οικοδομή, παραλία, διαρρύθμιση της πλατείας |
- διαμέρισμα φριχτά αντιαισθητικό |
- αντιαισθητικό μνημείο |
- ~ ανδριάντας |
- ~ διάκοσμος, αντιαισθητική διακόσμηση |
- αντιαισθητικό ντύσιμο |
- το αντιαισθητικό θέαμα των γυμνών ποδιών των αντρών |
- ο ~ τρόπος με τον οποίο τρώει κανείς με ανοιχτό το στόμα |
- η αντιαισθητική πλευρά της παχυσαρκίας |
- αντιαισθητικό μειονέκτημα η ατροφία των μαστών |
- τα αντιαισθητικά ελαττώματα του δέρματος |
- η αντιαισθητική στιλπνότητα του προσώπου |
- φυσικά και αντιαισθητικά ελαττώματα του προσώπου, π.χ. μια καμπουρωτή μεγάλη μύτη, ένα λαγόχειλο κλ (GLadas) |
- το αντιαισθητικό ελάττωμα του βαριού χνότου (id.) |
- τα διάφορα αντιαισθητικά στίγματα (πιτσυλάδες, αχρωμικές πλάκες) συχνά φιγουράρουν στην ωμοπλάτη των κυριών (id.) |
- ειδική περιποίηση πρέπει να κάνει κάθε γυναίκα στο λαιμό της, για να προλαμβάνει τις τόσο συνηθισμένες αντιαισθητικές ρυτίδες και χαρακώσεις (id.) |
- αντιαισθητικές καφέ κηλίδες (id.) |
- το αρχαίο ύφος του είναι συχνά κακότροπο, αντιαισθητικό, ψεύτικο (Kanellop) |
- ο γλάρος, πεντακάθαρος, δεν παραδίνεται στην αντιαισθητική ασχολία του ψειρίσματος, όπως άλλα πετούμενα (Melas, adapted) |
- ο ποιητής πρέπει να υπακούει στη φωνή της ψυχής του και όχι στις φωνές της μόδας και στο αντιαισθητικό ένστικτο του πιθηκισμού, που καταδυναστεύει τους μέτριους (Tsatsos, adapted) |
- ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας των πρωτοποριακών έργων που μας αρέσουν χωρίς να τα καταλαβαίνομε οφείλεται στο ότι δίνουν αφορμή στην ηδονική, αλλά αντιαισθητική αχαλινωσία (id.)
- ② lacking good taste, insensitive to beauty, unrefined (syn in ακαλαίσθητος 1):
- αντιαισθητική κοινωνία, αντιαισθητικό κοινόν |
- ο Bρανάς ήταν ένας τόσο ~ τύπος (Myriv, adapted)
[fr kath αντιαισθητικός, cpd w. αισθητικός]
- ① made contrary to rules of esthetics, lacking or offending refined or good taste, tasteless, antiesthetic, unesthetic (syn in ακαλαίσθητος 2, ant καλαίσθητος):