Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιαθλητικός -ή -ό [andiaθlitikós] Ε1 : που δεν ταιριάζει σε αθλητή ή είναι αντίθετος στον αθλητισμό: Aντιαθλητική ενέργεια / συμπεριφορά. Ο ποδοσφαιριστής αποβλήθηκε για αντιαθλητική ενέργεια. Aντιαθλητικό ήθος / πνεύμα. Aντιαθλητική πολιτική.
αντιαθλητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + αθλητικός μτφρδ. αγγλ. unsporting, unsportsmanlike]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιαθλητικός, -ή, -ό [andiaθlitikós] (L)
- opposed to athletics, against athletics, antiathletic:
- αντιαθλητικές εκδηλώσεις |
- αντιαθλητική συμπεριφορά |
- κατά τη βυζαντινή περίοδο, την τόσο αντιαθλητική για θρησκευτικούς λόγους, επιβιώνει το αθλητικό πνεύμα μεταξύ του λαού και εκφράζεται εύγλωττα στα ακριτικά τραγούδια (Chatzinikou)
[fr kath αντιαθλητικός (neol), cpd w. αθλητικός]
- opposed to athletics, against athletics, antiathletic: