Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιαεροπορικός -ή -ό [andiaeroporikós] Ε1 : (στρατ.) που έχει σχέση με την άμυνα κατά των αεροπορικών ή γενικά των εναέριων επιδρομών: Aντιαεροπορικό πυροβολικό / βλήμα / όπλο. ~ πύραυλος. Aντιαεροπορική άμυνα / κάλυψη. Aντιαεροπορικό καταφύγιο. || (ως ουσ.) το αντιαεροπορικό, αντιαεροπορικό όπλο.
[λόγ. αντι- + αεροπορικός μτφρδ. αγγλ. anti-aircraft (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιαεροπορικός, -ή, -ό [andiaeroporikós] (L)
- antiaircraft (adj):
- αντιαεροπορική άμυνα antiaircraft defense (syn αεράμυνα) |
- αντιεροπορική βολή antiaircraft shooting |
- ~ συναγερμός air alert |
- αντιεροπορικό όπλο antiaircraft weapon |
- αντιαεροπορικό καταφύγιο air raid shelter |
- αντιαεροπορικό πυροβόλο antiaircraft gun |
- αντιαεροπορικό πυροβολικό antiaircraft artillery, flak |
- αντιαεροπορικό πυρ antiaircraft fire, flak (syn αντιαεροπορικά βλήματα) |
- αντιαεροπορικό πολυβόλο antiaircraft machinegun |
- αντιαεροπορικό πυροβολείο antiaircraft battery |
- ~ φραγμός box barrage, antiaircraft barrage |
- αντιεροπορικά κανόνια |
- η ελληνική αντιεροπορική πυροβολαρχία έριξε κάτω δυο εχθρικά αεροπλάνα (Terzakis) |
- οι αντιεροπορικές σειρήνες της πολιτείας σκόρπιζαν .. ανατριχίλα (LAkritas)
[fr kath (neol) αντιαεροπορικός, cpd w. αεροπορικός]
- antiaircraft (adj):