Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντηχώ [andixó] Ρ10.9α : 1.(πρβ. αντιλαλώ) α. για χώρο, ιδίως κλειστό, που είναι γεμάτος από δυνατούς και παρατεταμένους ήχους: H αίθουσα αντηχεί από τις φωνές / τα χειροκροτήματα. β. για ήχο που ακούγεται δυνατά ή σε μεγάλη έκταση: Tραγούδια και φωνές αντηχούσαν στον κάμπο. Ένας πυροβολισμός αντήχησε στο δάσος. γ. για αντικείμενο που παράγει δυνατό και παρατεταμένο ήχο: Aντηχούν οι καμπάνες. Tο σφυρί αντηχεί πάνω στο αμόνι. δ. (μτφ.) είμαι γνωστός: Tο όνομά του αντηχεί στα πέρατα της οικουμένης. 2. (σπάν.) προκαλώ αντήχηση.
[λόγ. < αρχ. ἀντηχῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντηχώ [andixó] αντηχείς, rare αντηχάει), ipf αντηχούσα, aor αντήχησα, (subj αντηχήσω)
- be filled w. sound, be loud w., to echo, resound, reverberate, to ring (syn αντιβογγώ 1, αντιβουίζω, αντιλαλώ, αντιβροντώ, αντιδονώ 1):
- αντηχούν τα βουνά, τα φαράγγια, οι ρεματιές, οι γειτονιές |
- οι σάλπιγγες, οι φωνές, τα βήματα, τα τραγούδια αντηχούσαν |
- αντηχεί ο πυροβολισμός, η έκρηξη |
- οι λέξεις άξιος! άξιος ακόμα αντηχούν στ' αφτιά μας |
- οι κριτικές που αντηχούν στην πρωτεύουσα |
- από χιλιάδες στόματα αντηχεί ο ύμνος "χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!" (Zalokostas) |
- απ' όλες τις μεριές αντηχούσαν κουδουνίσματα και σφυριές (Kondylakis) |
- η εκκλησία όλη αντήχησε από την πανηγυρική αρμονία των ψαλτών (Xenop) |
- μέσα στη μεγάλη πρωινή σιγαλιά τα λόγια τους αντηχούν καθαρά στον αγέρα (Kazantz) |
- τις νύχτες οι δρόμοι αντηχούσαν από κιθάρες, ντέφια και θερμά, παθητικά τραγούδια (Ouranis) |
- από παντού αντηχούσε ρυθμικά μια ομαδική νεανική κραυγή |
- "Ό-πλα-θέλουμε!" (Theotokas) |
- οι χτύποι αντήχησαν σαν βρόντοι κανονιού στο άπειρο (Karagatsis) |
- κάθε τόσο αντηχούσε ο μακρόσυρτος θρήνος (Tsitseli) |
- poem σα να φτεροκοπούνε ανέμοι | και ν' αντηχούνε ωκεανοί (Malakasis) |
- κι αντήχησε η χαρμόσυνη | καμπάνα μες στ' αφτιά μου (Skipis) |
- κι ακούει νυχτοπερπάτημα πολύ μακριά στη στράτα | ωσάν αλόγου που θαμπό το κάλπασμα αντηχεί (Sikel) |
- και συ, καρδιά μου, που άγρυπνη μια θλίψη σε παιδεύει, | οπλές αλόγων ν' αντηχούν στου δρόμου ακούς τα βάθη (Panagiotop)
[fr kath αντηχώ ← K, AG]
- be filled w. sound, be loud w., to echo, resound, reverberate, to ring (syn αντιβογγώ 1, αντιβουίζω, αντιλαλώ, αντιβροντώ, αντιδονώ 1):