Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντηχείο το [andixío] Ο39 : (φυσ.) το ηχείο.
[λόγ. αντηχ(ώ) -είον μτφρδ. αγγλ. resonator]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντηχείο [andi ío] το, (L) phys
- resonator (syn αντηχητής, συνηχητής):
- η πλάτη του ήταν όλη μια πληγή και το στήθος του οδυνηρό ~ των χτύπων της καρδιάς του (AVlachos) |
- ~ το άδειο δωμάτιο, γιόμισε από τη φράση, πολλαπλασίασε την ένταση του ατέρμονου χρόνου της αναμονής, σάλεψε μέσα της σα ζωντανό ξένο σώμα, που έπρεπε να ελευθερωθεί από αυτό (TMilliex) |
- poem είναι η καρδιά μου ένα ~ | εκεί που τελειώνει η άβυσσο (Vrettakos) |
- σ' ακούω σε τούτη τη φωνή | κομμένη απ' τ' άπειρο ~ των βράχων (TPappas)
[fr kath (neol) αντηχείον, cf AG ἠχεῖον]
- resonator (syn αντηχητής, συνηχητής):