Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντηρίδα η [andiríδa] Ο26 : 1α.(αρχιτ.) στενός και επικλινής τοίχος που χτίζεται κάθετα σε άλλο μεγαλύτερο για να τον στηρίζει: Εσωτερική / εξωτερική ~. β. πρόχειρος πέτρινος τοίχος που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση του χώματος σε κατηφορικό έδαφος. γ. (τεχνολ.) οποιοδήποτε ξύλινο ή μεταλλικό δοκάρι που χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα. 2. παραφυάδα. α. βουνό που έχει διαφορετική κατεύθυνση και έτσι προεξέχει από την κεντρική οροσειρά στην οποία ανήκει: Οι αντηρίδες της Πίνδου. β. βλαστός φυτού που φυτρώνει δίπλα στον κεντρικό από την ίδια ρίζα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀντηρίς, αιτ. -ίδα· 2: σημδ. γαλλ. contrefort]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντηρίδα [andirí∂a] η, (& αντερίδα, kath αντηρίς)
- ① prop, support (syn στήριγμα, υποστήριγμα, έρεισμα):
- το χέρι της θεάς, στηριγμένο σαν ~ στο γοφό, συγκρατεί κάπως την εσωτερική συγκρότηση του οργανισμού της (ADelivorias) |
- οι αντερίδες που την όριζαν τριγύρω ήσαν γυμνές πεζούλες χτισμένες στην αράδα με ξερολιθιά για να κρατάν το χώμα (Valtinos) |
- ο λόχος μπόρεσε να φτάσει στις νότιες αντερίδες του 731 (ATerzakis)
- ② archit buttress (syn αντέρεισμα):
- ο βυζαντινός ναός συνδυάζει τις ωθήσεις και τις αντωθήσεις των θόλων, ώστε να καταχωρεί τις αντηρίδες στα χωρίσματα του ναού, δεν τις επιδεικνύει όπως ο γοτθικός ναός ως επίστεγες αντηρίδες (Michelis) |
- εκτός της εξωτερικής ομοιότητας των αντιστηρίξεων, οφειλόμενης στο ότι σχηματίζουν επίστεγες αντηρίδες, η κατασκευαστική συγγένεια δεν είναι παρά φαινομενική (id.) |
- η τεράστια αίθουσα ζεσταινόταν τον χειμώνα απ' τις οκτώ καμινάδες που περνούν μέσα στο δυτικό τοίχο και που εξέχουν στην εξωτερική όψη σαν ~ (MChatzidakis) |
- η Παρηγορήτισσα σου ξεσκεπάζει το αρχιτεκτονικό τόλμημα του τρούλου της· στηρίζεται από ~ και κιονίσκους, που εδράζονται σε μικρές δομικές προεξοχές (Floros) |
- έβαλε στους εσωτερικούς τοίχους ~ για να χωρίσει τον θάλαμο σε μικρά παρεκκλήσια (ChZalokostas)
[fr K, AG ἀντηρίς]
- ① prop, support (syn στήριγμα, υποστήριγμα, έρεισμα):