Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντζούρι το [andzúri] Ο44 : ο καρπός της αντζουριάς.
[τουρκ. acur (από τα αραβ.) -ι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντζούρι [antzúri] το, (& ατζούρι) bot
- ① a large, whitish-skinned variety of the common cucumber, Cucumes sativus (syn ξυλάγγουρο, τετράγγουρο)
- ② unripe melon
[of obscure origin]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντζουριά η [andzurjá] Ο24 : είδος αγγουριάς.
[αντζούρ(ι) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντζουριά [antzurjá] η, bot
- the αντζούρι vine
[fr *αντζουρέα, der of αντζούρι]