Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντζί
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντζί [antzí] το, s. άντζα 1
:
  • τούτο το παιδί έχει κάτι αντζιά σαν καλάμια

[fr MG αντζίν (αντζίον Zonaras, 13th c.) ← αντίν, shorten. of αντικνήμιν]

[Λεξικό Κριαρά]
αντζίον το· ατζί.
  • 1) Πόδι:
    • τρέμουσι τ’ ατζά μου απού την πείνα (Φορτουν. A´ 316
    • φρ. δεν είναι για τ’ ατζί (μου) = ξεπερνά τις δυνάμεις (μου):
      • (Πανώρ. Γ´ 318).
  • 2) Mηρός:
    • (Σαχλ. B´ PM 489).

[<ουσ. άντζα + κατάλ. ίον. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. το 12. αι. (βλ. και LBG) και σήμ. ιδιωμ. (ί και –ίν)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες