Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντερί
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντερί το [anderí] Ο43 : α.είδος μακριού ανδρικού χιτώνα στην εποχή της Tουρκοκρατίας. β. ο μακρύς χιτώνας που φορούν οι παπάδες κάτω από το ράσο.

[τουρκ. anteri < entari (από τα αραβ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντερί [anderí] το,
  • long tunic (worn by old men and the lower clergy):
    • ο γέρος φορούσε ~ |
    • τσέπη του αντεριού |
    • το ~ των παπάδων |
    • έμεινε με το ~ |
    • έχωσε το δεξί του σε μιαν τσέπη μεγάλη σα σακκούλα που 'χε στο ~ του (Prevelakis) |
    • δίχως το κατασκονισμένο ~ θα τον έπαιρνα για τίποτε ξωμάχο η αγωγιάτη (Tsirkas) |
    • o διάκος έβγαλε από το ~ ένα πακέτο καπνό (Panagiotop)

[fr Turk entari 'loose robe']

[Λεξικό Γεωργακά]
αντερίδα s. αντηρίδα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες