Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντεπιτίθεμαι [andepitíθeme] Ρ (βλ. επιτίθεμαι) : επιτίθεμαι εναντίον άλλου που μου επιτέθηκε ή μου επιτίθεται· κάνω αντεπίθεση: Aνασύνταξαν τις δυνάμεις τους για να αντεπιτεθούν. || (μτφ.): Tους αντεπιτέθηκα απευθύνοντάς τους βαρύτερες κατηγορίες.
[λόγ. < ελνστ. ἀντεπιτίθεμαι (αρχ. ενεργ. ἀντεπιτίθημι `δίνω σε ανταλλαγή΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντεπιτίθεμαι [andepitíθeme] αντεπιτίθεσαι, αντεπιτίθεται, 3pl αντεπιτίθενται, ipf 3pl αντεπιτίθονταν, aor αντεπετέθηκα, 3sg αντεπετέθη (subj αντεπιτεθώ) (L)
- ① counter-attack (syn αντεξορμώ, αντεπεξέρχομαι 1, syn phr επιχειρώ αντεπίθεση):
- ρίγησα, η φωνή του ήταν ίσως ακόμα πιο επικίνδυνη από κάθε άλλη φορά .. αντεπετέθηκα αμέσως (ASchinas) |
- αντεπιτίθεται και η γυναίκα του, η έρημη σκλάβα και ο τύραννος βουβαίνεται (Floros) |
- τα ελληνικά τμήματα θ' αντεπιτεθούν αμέσως (Terzakis) |
- η Pώμη δε θ' αργήσει ν' αντεπιτεθεί (Roufos) |
- ο σερβικός στρατός ανεσυγκροτήθη, αντεπετέθη και έπειτα από σκληρές μάχες επέτυχε να απωθήσει τις αυστριακές δυνάμεις (Roussos) |
- η εκεί μεραρχία δεν είχε τη δυνατότητα ν' αντεπιτεθεί για να δοκιμάσει να σταματήσει τον εχθρό (Terzakis, adapted) |
- θα μπει κι ο στόλος επιφανείας στη μέση |
- έξι θωρηκτά, είκοσι καταδρομικά, εκατό αντιτορπιλλικά· οι Eγγλέζοι θ' αντεπιτεθούν, γλέντι με τα όλα του! (Karagatsis) |
- αν αντισταθούμε στο Kαλπάκι και αντεπιτεθούμε, τα προωθούμενα τμήματα της μεραρχίας θα αποκλείσουν τη δίοδο του εχθρού (TAthanasiadis)
- ② fig respond aggressively and in a hostile manner, counter-attack:
- οι μαρξιστές αντεπιτίθενται με βιαιότητα κατά του εξιστανσιαλισμού (Dizikirikis) |
- αναγκάζεται στην πεζά γραμμένη επιστολή του να αντεπιτεθεί, με κάποια σκληρότητα και με σατιρικές σπίθες του πλούσιου πνεύματός του, στις ύβρεις που του είχαν απευθυνθεί (Kanellop) |
- η εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του Aνδρεάδη τον έσπρωχνε κάποτε σε απροσδόκητα ωμές εκδηλώσεις· τότε ξάφνιζε τους ευαίσθητους ή τους κακομαθημένους -- κι αυτοί του αντεπιτίθονταν άγρια, δηλαδή άδικα (Athanasiadis-N)
[fr kath αντεπιτίθεμαι ← LK (1st c. AD), mi of ἀντεπιτίθημι]
- ① counter-attack (syn αντεξορμώ, αντεπεξέρχομαι 1, syn phr επιχειρώ αντεπίθεση):